Συνέντευξη στο Vlepo με την Κατερίνα Σαμψώνα

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Νίκη Λαδάκη Φιλίππου η ποιήτρια της αγάπης





Δέκα χρόνια χωρίς την δική της παρουσία!

Σαν σήμερα,  Τετάρτη 23 Οκτωβρίου του 2003, η  αγαπημένη φίλη και ποιήτρια της αγάπης Νίκη Λαδάκη Φιλίππου έφυγε από τη ζωή αφήνοντας ένα ανεκπλήρωτο κενό στο λογοτεχνικό στερέωμα της πατρίδας μας, μα και στην καρδιά μας.
Γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε εμπορικές επιστήμες στο Λονδίνο και ελληνική και αγγλική φιλολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Έγραψε 18 βιβλία ποίησης, 4 βιβλία με δοκίμια, 1 νουβέλας, πολλά διηγήματα και μεταφράσεις. Ήταν μέλος λογοτεχνικών, επιστημονικών και πολιτιστικών οργανισμών της Κύπρου, της Ελλάδας και άλλων χωρών της Ευρώπης. Σε μια πορεία 30 ετών μίλησε σε πολλά λογοτεχνικά και επιστημονικά συνέδρια  και βραβεύτηκε με βραβεία ποίησης, δοκιμίου και μετάφρασης στην Κύπρο και το εξωτερικό.
Τον ποιητικό της λόγο και κυρίων τους αγώνες της για ελευθερία και δικαιοσύνη της Κύπρου, τίμησαν οι: Πολιτιστικός Όμιλος και Διεθνές Κέντρο Πολιτιστικών Ανταλλαγών Νομαρχίας Ρεθύμνου, Σύλλογος Κυπρίων Ρόδου και Νομαρχίας Δωδεκανήσου. Τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας για την αξιόλογη συνεισφορά της στην οικοδόμηση της σύγχρονης πολιτιστικής φυσιογνωμίας της Κύπρου, την Ελληνική Εταιρία Χριστιανικών Γραμμάτων. Τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Ιτάλια Γκρέτσια και το 2003 λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της, με το βραβείο Jean Monnet για την ποιητική σύνθεση «Προς Κερίνιν.
Η Νίκη Λαδάκη Φιλίππου έφυγε αναμφίβολα πολύ νωρίς και δεν ολοκλήρωσε την πορεία της στο χώρο της λογοτεχνίας. Όμως ο λογοτεχνικός χώρος της Κύπρου θα έχει πάντοτε ανοιχτές τις σελίδες της ποίησής της!

Προς Κερίνιν
Ξεκινήσαμε
πατέρα του Καραβά
μάνα της Κερύνειας
όταν τριγύρω μας
ανάβρυζε το ιώδιο των φυκιών
όταν μας νανούριζε
το τραγούδι του φλοίσβου.
Της ψυχής φυλακτό
το χρώμα της θάλασσας
και δύναμη
το απομεσήμερό της
χωριά των πατέρων μου
γη των προγόνων μου
εκεί σας απαντώ
στο νησί της Φαιάκιας Κερύνειας
Οδυσσέας εγώ
σε σχεδία περήφανη
από κυπάρισσο
και πεύκο σου
γη μου.

Ενορώ
σάλπιγγες
εξαπτέρυγα
βιασμένους αγγέλους
τα έργα του μίσους
ενάντια στη θεία έμπνευση
φρικιώ
και κόντρα
στην αναγκαστική φυγή
υπερίπταμαι
κόντρα στην εικόνα
των ερειπίων
οδύρομαι
«αγρονίζω» τον όλεθρο
κι αγωνίζομαι
ν’ αποτρέψω
τον ερχομό του θανάτου.

Δένω την ψυχή ου
με βασιλικό και δυόσμο
της Λάπαθος
όταν τριγύρω μου
αιωρούνται αμήχανα
τα βλέμματα των ανθρώπων
όταν στα πόδια μου
το κύμα σου
ξεβράζει πτώματα
όταν η οιμωγή κι ο θάνατος
σκιάζουν τους ουρανούς σου.


 Ω, πόλη
της γενέθλιας γης
μ' όλες τις ευχές
τα δώρα και τις περγαμηνές
που σούδωσαν οι μοίρες
μην εκδικείσαι
τις συμφορές
με την ωραιότητα
απαλών δαχτύλων σου
μη σχίζεις
τα φυλλοκάρδια της αυγής
με τα δελφίνια 
του απερίγραπτου σου κάλλους
μη ζυγιάζεσαι
με "του βάρου σου το μετάξι".
Στη μορφή
αποτυπώνεται
η πολιτεία του Πράξανδρου.

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Λένας Μαντά "Με λένε Ντάτα" από τις Εκδόσεις Ψυχογιός







Πάνε δύο βδομάδες που διάβασα το τελευταίο βιβλίο της Λένας Μαντά «Με λένε Ντάτα» κι ακόμα το κουβαλάω στη σκέψη του. Η Λένα έχει πια καθιερωθεί στο στερέωμα της συγγραφής και δεν χρειάζεται να λέμε κάθε φορά για το πόσο δεινή είναι στο να στήνει την ιστορία της, για το πόσο οι ήρωες της έχουν ζωντάνια και αμεσότητα και πόσο η γραφή της ρέει. Με αυτά της τα προσόντα   κρατά πιστούς αναγνώστες! 

Όσο διάβαζα το  «Με λένε Ντάτα», μια σκέψη τριβέλιζε το μυαλό μου «γιατί η Λένα αυτή τη φορά επέλεξε  ένα ήρωα τόσο ακραίο  και  τόσο ξένο με τη συνηθισμένη θεματολογία της;  Η σκέψη αυτή με απασχόλησε αρκετές μέρες μέχρι που άθελά μου άρχισα να κάνω μια αναδρομή στα δικά μου μυθιστορήματα.   Πώς διαλέγω κάθε φορά την υπόθεση κάποιου βιβλίου μου; Βρίσκω τυχαία μια ιστορία και την κτίζω απλά για να γράψω το επόμενο βιβλίο ή υπάρχει κάποια εσωτερική ανάγκη ή φόρτιση από γεγονότα, σκέψεις και συναισθήματα που θέλουν εκτόνωση;  Ένας χαραχτήρας μπορεί κάλλιστα να μας εκπροσωπήσει για να βγάλει στην επιφάνεια  αγάπη,  θυμό,  φόβο και όσα   για κάποιο  λόγο κρύβουμε μέσα μας την συγκεκριμένη στιγμή που γράφουμε. Στην δική μου περίπτωση έφτιαξα την Αφροδίτη για να ζήσει τον Ερυθηματώδη Λύκο «Κρατήσου από τα όνειρά σου». Εξάλλου  υπάρχει και  η άποψη πως όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς λίγο έως πολύ αυτοβιογραφούνται ή καλύτερα κλείνουν στο έργο τους βιωματικές εμπειρίες.



 Πιστεύω πως η Λένα Μαντά αυτή την εποχή χρειαζόταν ένα  δυναμικό κι αδίστακτο ήρωα για να βγάλει  τον θυμό, την ανασφάλεια  που κρύβει μέσα της μια ασθένεια που μας φοβίζει. Ήταν ένα φυσιολογικό ξέσπασμα. Έφτιαξε την Ντάτα να είναι αδίστακτη και να μπορεί να εξολοθρεύσει το κακό. Χωρίς ίχνος ντροπής, χωρίς μεταμέλεια ή λογική για τους φόνους της,  κατάφερε  να συντρίψει τον εχθρό, το μίασμα του κακού, μέχρι που όλα πια ήταν καθαρά και γαλήνια. Κι όταν επικράτησε ηρεμία η Ντάτα αποσύρθηκε για να εμφανιστεί και πάλι η Αλεξάνδρα.
 Βλέπετε όταν έγραφε η Λένα το Όσο αντέχει η ψυχή, η Αλεξάνδρα ήταν μια  γλυκιά και συμπονετική ήρεμη ύπαρξη. Τότε ήταν η εποχή της ηρεμίας. Όταν ξέσπασε το τσουνάμι, ο μεγάλος θυμός, χρειαζόταν μια Ντάτα για να βγάλει το φίδι από την τρύπα.

Το μυθιστόρημα  θα σας συναρπάσει. Η ιστορία της Αλεξάνδρας Σαλβάνου «Ντάτα» άρχισε δυναμικά από τη στιγμή που γεννήθηκε. Την 26η Οκτωβρίου  του 1912.  Από τους πρώτους μήνες  της γέννησης της έδειξε μέσα από το βρεφικό της βλέμμα ένα σκοτάδι που θα καθοδηγούσε την μετέπειτα ζωή της. Είχε ομορφιά και πλούτη, κοινωνική θέση που θα μπορούσαν να της προσφέρουν μια ήσυχη κι ευτυχισμένη ζωή. Ζούσε σ' ένα όμορφο αρχοντικό κοντά σε γονείς με κύρος και την καμουφλαρισμένη αξιοπρέπεια της κοσμικής ζωής. Όμως η Αλεξάνδρα  δεν γνώρισε τίποτα απ' όλα αυτά, ζούσε απλά κάτω από την ίδια στέγη.  Τίποτα απ’ όλα αυτά  δεν ανταποκρινόταν  στην σκοτεινή  πλευρά του χαρακτήρα της . Αψήφησε τα πάντα πίσω της και χωρίς οικογένεια, χωρίς παρελθόν ή αδυναμίες ξεκίνησε για μια άλλη ζωή. Την ζωή του μυστηρίου! Άλλαξε το όνομά της  για να χαθεί στα βάθη της νύχτας, στην πορνεία και την ακολασία.  Η ζωή γι αυτήν ήταν ένα παιγνίδι εξολόθρευσης.  Ένα πρόσωπο αγγέλου που έκρυβε ψυχή σατανά που ήταν ταγμένος να σκορπά τον όλεθρο. Το χέρι της σκορπούσε τον θάνατο και ήταν πεπεισμένη  πως  έκανε το σωστό για να φέρει την κάθαρση. Σε ποιον; Στον ίδιο της τον εαυτό ή στο κατεστημένο της προηγούμενης ζωής της; 

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Ένα δημοσίευμα της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ






Ο «Αργός Χορός» της Γιόλας
Του Πρέσβη ε.τ.  Δρα Ανδρεστίνου Ν. Παπαδόπουλου



  Όπως ο Σωτήρης και η Σοφία του μυθιστορήματος της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου άργησαν να χορέψουν τον πρώτο τους ερωτικό χορό μιας ανεκπλήρωτης αγάπης, έτσι και  γω άργησα να καταγράψω τον χορό των συναισθημάτων που μου προκάλεσε η ανάγνωσή του.
  Ο συγκερασμός του παρελθόντος με το παρόν, ο ηρωικός αγώνας της ΕΟΚΑ, η Τουρκική εισβολή  και η φονική έκρηξη στο Μαρί είναι τόσο επιδέξια συνυφασμένα που η εναλλαγή των εικόνων μηδενίζει τον χρόνο. Σώμα, νους, ψυχή και καρδιά ενώνονται για να γίνουν ένα υποβλητικό κράμα που προβάλλει τον χαρακτήρα της ηρωίδας Σοφίας με μια απρόσμενη ευαισθησία που τον κάνει πραγματικά ανθρώπινο. «Η πραγματική της φύση δεν ήταν ένας μονάχα άνθρωπος, αλλά πολλοί μαζί, διαφορετικοί, τυλιγμένοι σε αντιφάσεις, με ένα πρόσωπο μεσήλικα και ένα πρόσωπο εφήβου, μια σκέψη ριζωμένη στο παρελθόν και μια ριζωμένη στο μέλλον».
  Το μυθιστόρημα διακατέχεται από μια φιλοσοφική διάθεση που αποπνέει κοινωνική ευαισθησία και την κατά λόγον γνώση. «Όταν στερηθείς κάτι γνωρίζεις περισσότερο την αξία του. Όταν δείχνεις σε κάποιον ότι  εμπιστεύεσαι τις γνώσεις και τις αξίες του, του επιτρέπεις να ανοίξει τα φτερά του για να πετάξει». Και αλλού «ο εγωισμός έχει μια δική του περηφάνια, ένα δικό του ναρκισισμό, που το μόνο που πετυχαίνει είναι η πίκρα και ο πόνος». Τέτοια διδάγματα αποτελούν  την πεμπτουσία του πνευματικού και θεμελιώδους αγαθού του ανθρώπου που είναι η πληρέστερη συνείδηση του στοχασμού του μέσα στην χρονικότητα, ενώ το αξιολογικό περιεχόμενο του  έργου και η καλλιτεχνική έκφραση του λόγου μας συγκινούν.
  Γιόλα, σ’ ευχαριστούμε που με το μυθιστόρημα σου μας κάλεσες να χορέψουμε το ταγκό των αναμνήσεων (θα τις ζήσουν όσοι το διαβάσουν) που η τελευταία του φιγούρα μας πήρε στην Αμμόχωστο. Για την Σοφία είναι και αυτή γυναίκα που κουβαλάει ένα κρυφό πόνο στην  καρδιά και περιμένει ακούραστη μες στα χρόνια τον παλιό έρωτα να χτυπήσει ξανά την πόρτα της». Στο τέλος, η γιαγιά Σοφία ψιθύρισε στον εγγονό της:
 «Δεν θέλω να πεθάνω πριν κατοικήσω ξανά στην Αμμόχωστο!»
Κι εμείς διαπρύσια το ίδιο λέμε.

    

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Έγραψε η Λένα Μαντά για τον Αργό Χορό



Σήμερα δημοσιεύω την παρουσίαση που έκανε η αγαπημένη φίλη Λένα Μαντά στο  http://mantapsichogios.blogspot.com   της για τον Αργό Χορό και την ευχαριστώ για τα καλά της λόγια. Είναι αλήθεια πως μερικές φιλίες δεν χρειάζονται καν προσωπική επαφή ή συναντήσεις για καφέ για να ευδοκιμήσουν. Ο δεσμός τους στηρίζεται στον αλληλοσεβασμό, την κατανόηση και την αγάπη.

9 Σεπτεμβρίου 2013
Αργός χορός.... της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου (ΔΙΟΠΤΡΑ)
Είναι κάποιοι συγγραφείς που δεν κοιτάζω καν το οπισθόφυλλο πριν αγοράσω το βιβλίο τους. Μια από αυτές είναι η Γιόλα Δαμιανού Παπαδοπούλου και όπου σταθώ και όπου βρεθώ μιλάω πάντα και προτείνω τα βιβλία της. Το τελευταίο; «Αργός χορός».




Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Ο Αλέκος είναι ένας νέος άντρας που επιστρέφει στην Κύπρο από τις σπουδές του στην Αμερική και ανυπομονεί να δουλέψει ως σκηνοθέτης, αλλά τα πράγματα δεν είναι εύκολα για εκείνον όπως για χιλιάδες νέους της γενιάς του. Δίπλα του είναι η Άννα, η κοπέλα που αγαπάει, αλλά η σχέση τους κλυδωνίζεται, καθώς εκείνη έχει ήδη τακτοποιηθεί επαγγελματικά και ο Αλέκος αισθάνεται υποδεέστερος κι αυτό πολύ γρήγορα θα επιφέρει προβλήματα στην σχέση τους. Την χρονική στιγμή που η απόφαση να φύγει για το εξωτερικό ξανά, αρχίζει να εδραιώνεται μέσα του και η σχέση του με την Άννα οδεύει προς διάλυση, η γιαγιά του, του παραδίδει το ημερολόγιό της και του ζητάει να το διαβάσει και να κάνει ταινία την ζωή της.
Από κει και μετά το βιβλίο αρχίζει να παλινδρομεί ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες και γίνεται τόσο συναρπαστικό όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Η γιαγιά Σοφία και ο ανεκπλήρωτος έρωτάς της, οι διωγμοί, ο πόλεμος, οι καταστροφές και τα συντρίμμια που πληγώνουν τις ψυχές, παρασύρουν τον Αλέκο σε δίνη που επιφέρει αλλαγές και στον δικό του τρόπο σκέψης. Η γιαγιά Σοφία και το ημερολόγιό της, γίνονται το μαγικό ραβδί που οδηγεί τον Αλέκο όχι μόνο στην λύτρωση, αλλά και στην ευτυχία. Μέσα από την αφήγηση μαθαίνει τον εαυτό του, κατανοεί τα λάθη του και καταφέρνει ν’ απαλλαγεί από την εσωστρέφεια που τον χαρακτηρίζει.
Εκπληκτικό για άλλη μια φορά το δημιούργημα της Γιόλας, διαβάζεται απνευστί και ανάμεσα στις σελίδες του παρελαύνουν και συγκλονιστικά ιστορικά γεγονότα της Κύπρου που χωρίς να κουράζουν φωτίζουν την ιστορία του βασανισμένου αυτού λαού και σε κάνουν να υποκλίνεσαι για άλλη μια φορά στο πείσμα του, στην δύναμή του και στις αντοχές του. Ίσως γι αυτό αγαπώ την Κύπρο τόσο πολύ. Λες και αναβλύζει δύναμη από την καρδιά αυτού του νησιού και θεριεύει τους κατοίκους του. Έχουν μια σπάνια ιδιαιτερότητα που σ’ αυτό το βιβλίο αποκαλύπτεται περίτρανα. Μην φανταστείτε ότι είναι ιστορικό ή ότι θα σας κουράσει. Θα σας γοητεύσει, θα σας παρασύρει, δεν θα θέλετε να το αφήσετε από τα χέρια σας!
Σαφώς και θαύμασα την ηρωίδα γιαγιά Σοφία, γιατί αυτή είναι ουσιαστικά το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας  και δικαιολόγησα απόλυτα τις επιλογές που συντάσσονταν με το κλίμα της εποχής και την ανατροφή της. Ο ατίθασος χαρακτήρας της, αυτός που την έσπρωξε να γίνει μέχρι και αγωνίστρια στην ΕΟΚΑ, το επαναστατικό της πνεύμα, ο ανεκπλήρωτος έρωτάς της και η πλήρης υποταγή της αργότερα, ήταν μονόδρομος και δικαιολογήθηκε απόλυτα από την συγγραφέα σ’ αυτό το τόσο γοητευτικά μεστό μυθιστόρημα.
Διαφωνώ κάθετα με το αδιάφορο εξώφυλλο που δεν κινεί το ενδιαφέρον και αδικεί κατάφωρα το τόσο δυνατό αυτό έργο.  Άχρωμο, άνευρο, και τελείως ασύνδετο με το ίδιο το βιβλίο.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ σε 550 σελίδες και η τιμή του είναι στα 17,50 ευρώ


Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Mια επιστολή


Δημοσιεύω μια επιστολή που πήρα πρόσφατα από τον Πρόεδρο της Εταιρείας Λογοτεχνών 
Βασίλης Μιχαηλίδης, Λεμεσού. 
Ο Γιώργος Πετούσης  και εγώ














Αγαπητή μου Γιόλα, ΚΑΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Μόλις σήμερα έχω διαβάσει το καινούργιο μυθιστόρημά σου «Αργός χορός» , σελίδες 550 – εκδόσεις διόπτρα. Τι να σου πω! Με έχει συνεπάρει η συναρπαστική ανεξάντλητη γραφή σου. Μεγάλη επιτυχία να ιστορείς μέσα από τη ζωή των ηρώων σου τωρινά συγκλονιστικά γεγονότα που συμβαίνουν στην πατρίδα μας και να τα συνταιριάζεις με ένα πολύ επιτυχημένο πισωγύρισμα γεγονότων μιας άλλης τόσο ταραγμένης και τόσο ηρωικής εποχής (ΕΟΚΑ) που μας έκανε περήφανους σαν Έθνος.  Μπράβο, μπράβο και ξανά μπράβο αγαπητή μου Γιόλα. Στ’ αλήθεια καλά το είχα υπολογίσει και το έγραφα και το έλεγα πως τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο μας γράφεται λογοτεχνία. Αυτά υποστήριξα και στην ημερίδα που κάναμε στη Λεμεσό το 2010 με θέμα «Η λογοτεχνία της Κύπρου μετά το 1974».
Με το διάβασμα του βιβλίου σου ομολογώ πως βγήκα πιο πλούσιος σε σοφία, σε αισθήματα και συνεπαρμένος από την όλη εξέλιξη του μύθου και είχα γίνει ένα, όσο το διάβαζα, με  όλα τα πρόσωπα, του ήρωες του και πιο πολύ, ασφαλώς από τη συγκαιρινή μου  στα χρόνια και συναγωνίστρια μου γιαγιά Σοφία.
Όντως συγκλονιστική η γραφή σου. Κρατεί άγρυπνο τον αναγνώστη. Το βιβλίο μπορεί να το διαβάσει άνετα η καινούργια γενιά και να μάθει την ιστορία του τόπου μας των τελευταίων εξήντα χρόνων αλλά και μεις οι παλαιότεροι για να μπούμε στο ρυθμό, στην ψυχολογία και τη νοοτροπία της νέας γενιάς. Και τι να σου πω. Με έκαμες βρε Γιόλα μου, προς το τέλος του βιβλίου, να δακρύσω. Τίποτα λοιπόν, κατά την άποψή μου, μεμπτό στη γραφή σου παρεκτός από ένα που ασφαλώς δεν το γνώριζες. Για το ποιός ακριβώς είχε και έχει, ιστορικά,  τη μεγάλη ευθύνη για όλες αυτές τις μεγάλες συμφορές του τόπου μας. Τη άποψή μου γι αυτό το θέμα θα την βρεις συμπυκνωμένη στο πιο πάνω συναπτόμενο κείμενο που ίσως και να διαφωνήσεις και που έχει ήδη δημοσιευτεί σε δυο τουλάχιστον εφημερίδες. Στη Καθημερινή, Κυριακή 18 Αυγούστου 2013 και εφημερίδα «η σημερινή» Κυριακή 25 Αυγούστου 2013.

Με την αγάπη και τους χαιρετισμούς μου

Γιώργος Πετούσης
Πρόεδρος Εταιρείας Λογοτεχνών Βασίλης Μιχαηλίδης, ΛΕΜΕΣΟΥ


Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Υστερόγραφο Ζωής (Εκδόσεις Ψυχογιός)


 Ελένη Τσαμαδού η φίλη, η ομότεχνη, η συγγραφέας που σέβομαι και αγαπώ!  Το Υστερόγραφο Ζωής από τις Εκδόσεις Ψυχογιός το περίμενα με πολλή αγωνία γιατί παρ’ όλο που μας χωρίζει η θάλασσα, έχουμε συχνά επαφή και συζητάμε γι αυτά που γράφουμε, γι αυτά που μας πονούν ή μας περιορίζουν.  Πολυγραφότατη η Έλλεν, κέρδισε επάξια μια ξεχωριστή  θέση  ανάμεσα στους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς  με την συνέπεια και το βάθος της γραφής της. Το αναγνωστικό κοινό την λάτρεψε γιατί   χειρίζεται με καταπληκτική μαεστρία την πλοκή κάθε έργου της ξεδιπλώνοντας πληροφορίες και ιστορικά γεγονότα άγνωστα πολλές φορές στο πλατύ κοινό. Οι ήρωες της  ολοκληρωμένοι, έχουν ανάστημα και   πραγματική εικόνα στην αντίληψη του αναγνώστη έτσι που συχνά συμπορεύεται  στην περιπέτεια  της ιστορίας της.
Είναι γνωστά τα βιβλία της Ελένης Τσαμαδού. Οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη, Η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ο χορός των μυστικών, Της ζωής και της αγάπης. Το Υστερόγραφο μιας ζωής έχει μια άλλη μαγεία,  γιατί παρ’ όλο που τα ιστορικά γεγονότα είναι γνωστά, έχουν  αμεσότητα και δύναμη γιατί δίνονται από μέσα προς τα έξω.  Όλοι γνωρίζουμε πως οι γνήσιοι συγγραφείς λίγο πολύ κλείνουν στο έργο τους βιωματικές εμπειρίες είτε αυτά που οι ίδιοι έζησαν, ή που άκουσαν ή που είδαν. Σ’ αυτή την περίπτωση η Ραχήλ είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο και  μεταφέρει  προσωπικές  στιγμές της ζωής της στην πιο σκοτεινή και απάνθρωπη περίοδο του 20ού αιώνα.
Μέσα από δύο παράλληλα εξελισσόμενες ιστορίες, που η μια ξεκινά το 1999 και η άλλη το 1953 μας δίνει η συγγραφέας την ιστορία της. Η αφήγηση στο παρελθόν εναλλάσσεται με το παρόν και συνδέει τις γενιές, αλλά τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει η Ραχήλ.  Η σύλληψη της υπόθεσης δομείται μέσα από τα αποκαλυπτικά λόγια της ηρωίδας:

«Γιατί σου γράφω; Γιατί αποφάσισα να λύσω τη σιωπή μου; Θα αναρωτιέσαι. Θα ήθελα, θα έπρεπε να το είχα κάνει χρόνια πριν, αλλά ποτέ δε βρήκα το κουράγιο. Σήμερα, όμως, όλα άλλαξαν. Το ποτάμι του πόνου φούσκωσε, ξεχείλισε μέσα μου κι έσπασε τη λεπτή κρούστα που κάλυπτε την πληγή της καρδιάς μου και αποφάσισα να μιλήσω σε σένα, Γιάννη, Γιοχανάν μου. Και αν με ακούσεις, ίσως καταλάβεις και ίσως με συγχωρήσεις – αν μπορέσεις…»
Μέσα από ένα χοντρό φάκελο παραδομένο από ένα συμβολαιογραφείο είναι ο τρόπος που η Ραχήλ επέλεξε ύστερα από πολλά χρόνια σκέψης, να αποκαλύψει την ύπαρξή της και να κάνει την πρώτη της επαφή με το μοναδικό παιδί της που εγκατέλειψε… Κι έτσι ξετυλίγεται η ιστορία.
Η Ραχήλ Εβραϊκής καταγωγής, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη περιγράφει τα  παιδικά της χρόνια άλλοτε στο οικογενειακό περιβάλλον της  γιαγιάς Εσθήρ μητέρας του πατέρα της με τις αυστηρές εβραϊκές αρχές, άλλοτε τις χαρούμενες διακοπές με την γιαγιά Αλέγρα στην Πάτρα, τους έρωτες, τις σπουδές στην Ελβετία και τον μεγάλο της έρωτα που της άφησε βαθιά άσβηστα σημάδια. Στον πόλεμο γίνεται εθελόντρια στον στρατό, ακολούθησαν τα χρόνια της κατοχής, η φτώχεια, και ο κατατρεγμός των Εβραίων. Οι σκηνές από το Άουσβιτς δίνονται με μέτρο έτσι που ο αναγνώστης να γίνεται συνειδητά συνοδοιπόρος με την Ραχήλ που τελικά είναι η μόνη επιζήσασα  της οικογένειας από το Χόλοκοστ. Εδώ ανοίγεται ένα άλλο τραγικό κεφάλαιο που θα  κατατρέχει τις μέρες και τα χρόνια που ακολούθησαν και ίσως να ευθύνεται και για την κατάληξη της ιστορίας…   Τα χρόνια που ακολουθούν θα ζήσει  καλύτερες μέρες όταν συναντά τον μεγάλο έρωτα της ζωής της τον Τέο που παντρεύεται και φέρνει στον κόσμο το μοναδικό της γιο τον Γιάννη ή Γιοχανάν. Να είναι της μοίρας γραφτό ή οι δικές μας επιλογές μας φέρνουν αντιμέτωπους με την δυστυχία ή την ευτυχία;
«Αγάπησα και αγαπήθηκα και έχασα ό,τι αγάπησα. Έκανα λάθη, λάθη τραγικά. Τα πλήρωσα και πληρώνω, όμως αγαπήθηκα. Ίσως δεν έπρεπε να είχα αγαπήσει τον άντρα που αγάπησα. Ίσως ήταν λάθος από την πρώτη στιγμή. Το ήξερα πως μας χώριζε ένας ωκεανός, πως δε θα μπορούσαμε ποτέ να ενωθούμε αν κάποιος από τους δυο μας δεν έχανε κάτι, δεν πρόδιδε κάτι. Διάλεξα να είμαι εγώ αυτή που έδωσε, και τελικά ήμουν αυτή που έχασε. Σαν την άλλη Ραχήλ, έχασα κι εγώ και δεν μπορούσα, και δεν μπορώ να παρηγορηθώ».
Από την πλευρά του ο Γιάννης, ο Γιοχανάν της όταν τέλειωσε και την τελευταία σελίδα από το χειρόγραφο της Ραχήλ, της μητέρας του «μέσα στα θολά μονοπάτια της μνήμης, σαν αστραπή ήρθε μια εικόνα. Θυμόταν. Και η θύμηση πονούσε… Μια γυναίκα με μαύρα καθισμένη κάθε μέρα στο ίδιο παγκάκι της πλατείας. Αυτή θα ήταν…. Δεν θυμάται τα χαρακτηριστικά της, μια φιγούρα με μαύρα ρούχα μόνο. Μοναχική!»
Καλή ανάγνωση!




Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Bιβλιοπαρουσίαση από την Μαρία Χρ. Πασχούδη






Δημοσιεύω την Βιβλιοπαρουσίαση του Αργού Χορού που έκανε η καθηγήτρια -φιλόλογος Μαρία Χρ. Πασχούδη στα Γιαννιτσά στις 28 Απριλίου 2013.



Θα ξεκινήσω τη σημερινή μας παρουσίαση με μια επισήμανση, που έχω ξανακάνει: από την πόλη μας και την ευρύτερη περιοχή λείπουν κάποια πανεπιστημιακά τμήματα, που, ωστόσο, σήμερα στην εποχή της κρίσης η δημιουργία τους φαντάζει ουτοπική και ανεδαφική. Αυτά όμως θα δημιουργούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάδειξη πνευματικών αναζητήσεων και την εκδήλωση προσπαθειών κάλυψης αυτής της ανάγκης. Και δεν είμαι η μοναδική, φυσικά, που το διαπιστώνω.

Ωστόσο, όσο αντικειμενική είναι αυτή η έλλειψη άλλο τόσο αντικειμενική είναι και η παρατήρηση πως στην πόλη μας γίνονται όλο και περισσότερες πολιτιστικές κινήσεις, που προσπαθούν να ξεδιψάσουν την πνευματική και γνωστική δίψα των συμπολιτών μας, και πως υπάρχουν συμπολίτες μας που δεν εφησυχάζουν, αλλά δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον κινούμενο και αενάως διαμορφούμενο και μεταμορφούμενο χώρο των ιδεών. Ευτυχώς για την πόλη μας υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν να την κρατήσουν ζωντανή. Μέσα σε αυτή τη λογική των πραγμάτων είναι και η σημερινή παρουσίασή μας, του βιβλίου «Αργός χορός» της πολύ γνωστής συγγραφέα, Γιόλας Δαμιανού.

Νιώθω ιδιαίτερη χαρά και τιμή που σήμερα παρουσιάζουμε μια διακεκριμένη, με βραβεύσεις και διακρίσεις, συγγραφέα από την Κύπρο. Είχα την ευκαιρία να την προσκαλέσω την Πέμπτη στο σχολείο μας, το 2ο Λύκειο Γιαννιτσών, και να συνομιλήσει με τους μαθητές μας και να τους μυήσει στα μυστικά μονοπάτια του έργου της και της λογοτεχνίας. Να τους κάνει υποψιασμένους αναγνώστες και κοινωνούς των προβληματισμών και σκέψεων της. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο στόχος του σχολείου η παροχή ερεθισμάτων και παραστάσεων ανοικτών στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι.

Η σύλληψη της υπόθεσης του μυθιστορήματος και ο τρόπος που δομείται, θα μπορούσε να πει ένας προσεκτικός παρατηρητής πως αποκαλύπτεται από τη συγγραφέα μέσα από τα λόγια της γιαγιάς Σοφίας: «Κάθομαι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο κι αφήνω τις αναμνήσεις να κατακλύζουν το μυαλό μου. Τα αυτιά μου αφουγκράζονται να πιάσουν ήχους από πετάλια ποδηλάτου και τον ήχο από το κουδουνάκι να βγαίνει από τη στροφή..» και αλλού «Η σκέψη της Αμμοχώστου δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Οι κρυμμένες μνήμες ακόμα πονούσαν. Το φευγιό μας από το Βαρόσι ήταν μια ανοιχτή πληγή που η ψυχή μου αρνιόταν να επουλώσει. Σκεφτόμουν τους δρόμους της Αμμοχώστου που διανύαμε κάθε πρωί με την άμαξα για το σχολείο. Η ατέλειωτη παραλία με τη λεπτή αμμουδιά και τη μυρωδιά της αλμύρας, που έσμιγε με τους λεμονανθούς και τα κρίνα…».

Η ιστορία, όπως έγινε αντιληπτό, εκτυλίσσεται στην Κύπρο και ιδιαίτερα στην Αμμόχωστο, την «ωραιότερη γη της γης» του Σεφέρη.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου της γράφει:

«Τέτοια ήταν η Αμμόχωστος μια φορά. Λιμάνι του κόσμου και καμάρι της Ανατολής. Εκεί έζησαν πάθη κι έρωτες φοβεροί. Μίση γιγάντια κι εγκλήματα κι ηρωισμοί. Η ιστορία της είναι βουτημένη στο χρυσάφι και το αίμα, στην πορφύρα της δόξας και την πίσσα της αμαρτίας.

Σήμερα η Αμμόχωστος(η παλιά πόλη) είναι ένα βουβό χορταριασμένο κοιμητήρι όπου μόνο οι πέτρες μιλούν. Φαντάσματα και θρύλοι τη στοιχειώνουν κι η γη κρύβει ακόμα πολλά μυστικά». Και αυτή τη νεκρή πόλη βλέπει ο ταξιδευτής αν σταθεί σε ορισμένο ψηλό σημείο από την πλευρά της Δεκέλειας.

Ήρωας του έργου ο Αλέκος. Μορφωμένος με τις περγαμηνές του από το εξωτερικό και με όνειρα για ένα λαμπρό μέλλον εισπράττει την απόρριψη, όχι γιατί δεν αξίζει μια καλή επαγγελματική αποκατάσταση, αλλά γιατί το σαθρό κατεστημένο σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα δεν επιτρέπει στους ταλαντούχους και προικισμένους νέους να βρουν αυτό που αξίζουν. Και κάπου σε αυτό το σημείο της απελπισίας και απόγνωσης του νεαρού ήρωα έρχεται η γιαγιά του ως καλός άγγελος ή ως «από μηχανής θεός» να δράσει καταλυτικά στην εξέλιξη του μύθου, αλλά και να δώσει σε μας ένα καταπληκτικό μάθημα ζωής μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος.

Το έργο ξεκινά σε ρυθμό πιανίσσιμο. Ακόμη και η έκρηξη στο Μαρί που σημάδευσε τη ζωή και την οικονομία του νησιού της Κύπρου και οδήγησε ακόμη γρηγορότερα στην οικονομική σημερινή κρίση, που συγκλονίζει τον αναγνώστη με την έντασή της, δίνει μόνο μια γεύση για τα όσα θα βιώσει στις επόμενες σελίδες. Αλλά μόνον όταν αρχίσει η γιαγιά Σοφία να ξετυλίγει την πολύπαθη ζωή της, τόσο αναπάντεχη και αντίθετη με όσα ο Αλέκος ξέρει για αυτήν, μόνον τότε ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να χαθεί, να ταξιδέψει στην εποχή που η Αμμόχωστος ήταν γεμάτη ζωή, τα παιδιά έπαιζαν ανέμελα και ονειρεύονταν στο Πύργο του Οθέλλου

«την ώρα που ο ήλιος έριχνε τις πλαγιαστές ακτίνες πάνω του κι έβαφε τους πέτρινους τοίχους με μαβιές σκιές. Αυτό έκανε τη φαντασία μας να γεμίζει εικόνες από μεγαλοπρεπή σαλόνια με αμύθητο πλούτο, αλλά και αναστεναγμούς και δάκρυα…». Ιστορία και μυθοπλασία αλληλοπεριχωρούνται και είναι απόλυτα θεμιτό να σημειώσουμε πως το μυθιστόρημα είναι πολύ κοντά στο ιστορικό μυθιστόρημα, κρατώντας όμως όλα εκείνα τα σύγχρονα στοιχεία της μοντέρνας λογοτεχνίας που προσεγγίζουν το σύγχρονο αναγνώστη και τον βεβαιώνουν πως εδώ διαβάζει ένα σύγχρονο έργο με αρετές κλασικής λογοτεχνίας. «Η γιαγιά Σοφία ποτέ δεν μίλησε… Παιδάκι, δεν τον κάθισε ποτέ στα γόνατά της να του διηγηθεί αυτό το παραμύθι… και τώρα χάθηκε στις λεωφόρους της ίδιας του της ιστορίας».

Σύμφωνα με παρατήρηση του Παναγιώτη Μουλλά όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς, λίγο έως πολύ αυτοβιογραφούνται ή καλύτερα κλείνουν μέσα στο έργο τους βιωματικές εμπειρίες, που άλλες τις έζησαν ή άλλες τις άκουσαν ή άλλες τις είδαν, ίσως εκ του μακρόθεν, ή τις έμαθαν από άλλους παλιότερους. Για τον «Αργό Χορό» δεν πρόκειται εγώ να σας πω αν είναι βιωματικός ή σε ποιο βαθμό. Αυτό το αφήνω στην ίδια τη συγγραφέα να μας το πει, διατηρώντας κάθε δικαίωμα να μας πει την αλήθεια ή να μας μαγέψει, κλείνοντας το μάτι στη μυθοπλασία. Άλλωστε, κάθε λογοτεχνική ανάγνωση θέλει την πλάνη, το μυστήριο. Είναι όλα αλήθεια; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η πραγματικότητα; Αλλά αυτή ακριβώς είναι η γοητεία της του Λόγου Τέχνης.

Μια ιδιαίτερα πολύτιμη επισήμανση αφορά στον πρωτότυπο τρόπο που μηχανεύεται η συγγραφέας, ώστε μέσα από δυο παράλληλα εξελισσόμενες ιστορίες, που όμως η μια ξεκινά πριν το 1955 και η άλλη in medias res το 2011, να δώσει την ιστορία της πολύπαθης Κύπρου, που συνδέεται άμεσα και με την ιστορία του ελληνισμού, στη ευρύτητά του. Η αφήγηση στο παρόν εναλλάσσεται με το παρελθόν, αλλά δοσμένο με έναν αόριστο που έχει τη δύναμη του ενεστώτα και τα γεγονότα είναι ως να συμβαίνουν στο σήμερα. Ο χώρος, ο χρόνος και το πρόσωπο του αφηγητή αποδεικνύουν την εξαιρετική επεξεργασία του υλικού. Την ιστορία την αφηγούνται διαφορετικοί οι αφηγητές, καθώς στην αναδρομική αφήγηση το ρόλο αναλαμβάνει η Σοφία, ενώ στην παροντική αφήγηση κυριαρχεί ο παντογνώστης αφηγητής που όμως μοιάζει να παρακολουθεί βήμα – βήμα τους ήρωες και κάποτε δεν μας αποκαλύπτει απόλυτα όσα γνωρίζει.

Οι μικροϊστορίες των ηρώων, πρωτευόντων και δευτερευόντων, συμπλέκονται και συμπληρώνουν τόσο το μωσαϊκό της ζωής των ίδιων, που αποτελούν ολοκληρωμένους χαρακτήρες και όχι καρικατούρες, όσο και της ιστορικής πραγματικότητας, τόσο άρτια που στο τέλος του έργου ο αναγνώστης βιώνει την «τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» και αποκαθίσταται η τάξη τόσο για τους ήρωες όσο και για τους νεκρούς που έφυγαν. Ακόμη και αν αποτελεί την οικογενειακή ιστορία του ήρωα, ωστόσο, κατορθώνει και περνά στο καθολικό, θα μπορούσε να είναι η ιστορία και οπουδήποτε άλλου, ιδιαίτερα σε κείνα τα δύσκολα για την Κύπρο και τον ελληνισμό χρόνια του ’55, του ’64, του ’74, του ‘11.

Η αγάπη… ποιος θα μπορούσε να την αγνοήσει, αλλά και ποιος θα ήθελε να το κάνει. Αυτή διατρέχει το κείμενο: Η αγάπη του Αλέκου και της Άννας, η αγάπη του πατέρα και της μητέρας του, η αγάπη της Σοφίας και του Σωτήρη, η αγάπη του Πέτρου και της Σοφίας• η αγάπη της Σοφίας για τον πατέρα της, ζεστή, βαθιά• η αγάπη της για το νησί της, που είναι βαθιά στην ψυχή, για την Αμμόχωστο, που τόσο τη χαράκωσαν, όπως και την Κύπρο όλη, οι Άγγλοι, οι Τούρκοι και όλοι όσοι θέλησαν να την κατακτήσουν για τη στρατηγική θέση της στα γεωπολιτικά συμφέροντα στη Μεσόγειο, για τον πλούτο της, για την ομορφιά της.

Όταν ξεκίνησα να ετοιμάζω τη σημερινή εισήγηση, υπήρχε στο νου μου το δίλημμα, αν θα είναι απαραίτητο να σας δώσω αναγνωριστικά στοιχεία περίληψης της υπόθεσης ή όχι. Προτίμησα να μισανοίξω την πόρτα στην υπέροχη αυτή ιστορία που μας έδωσε η Γιόλα Δαμιανού, με μισόλογα, αφήνοντας την περιέργεια να δουλέψει και να ωθήσει στην ανάγνωση του βιβλίου.

Δε θα υπερέβαλλα αν υπερθεμάτιζα ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί, γιατί καθηλώνει με τον πλούτο των λέξεων, την ενάργεια των περιγραφών και τη δύναμη της ειλικρίνειας, με τα οποία μέσα αποφάσισε η συγγραφέας να προσεγγίσει το δύσκολο θέμα των επανειλημμένων τουρκικών επιθέσεων. «Νέοι ψίθυροι έσπειραν για άλλη μια φορά τον πανικό, τον Ιούλιο η Τουρκία ετοιμάζεται να εισβάλει στην Κύπρο, τα πλοία της βρίσκονται ήδη στα ανοιχτά της Κερύνειας». «Ήταν Αύγουστος του ’64, όταν τουρκικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το νησί» Ή αργότερα «Εκείνη η ξεγνοιασιά κράτησε μέχρι το πρωινό της 15ης Ιουλίου 1974, που χτύπησε το τηλέφωνο και πέτρωσε το γέλιο κι έγινε γκριμάτσα η χαρά. «Μη βγείτε από το σπίτι έγινε πραξικόπημα…» «Τα νέα έφταναν ανατριχιαστικά μέσω ειδήσεων, πότε στόμα με στόμα. Εκτελέσεις αιχμαλώτων, ομαδικοί βιασμοί γυναικών. Ο τούρκικος στρατός απ’ όπου περνούσε δεν ξεχώριζε παιδιά, νέες, γριές… ο φόβος σαν φάντασμα κόλλησε στα τοιχώματα του μυαλού, μας γινόταν συνείδηση πως από δω και μπρος άλλοι θα εξουσίαζαν το μυαλό και το κορμί μας …προσμέναμε το μοιραίο».

Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο πεζογράφος σε σχέση με τον ποιητή παρέχει ευκολότερα τους κώδικες του έργου του στον αναγνώστη του, απλούστερα του μεταδίδει εμπειρίες και εικόνες, μεταλλάξεις και προβληματισμούς. Όμως η τέχνη καταδεικνύεται από τις πολλαπλές ερμηνείες, προσεγγίσεις και οπτικές που μπορεί να δεχτεί ένα πεζογράφημα. Και ο «Αργός Χορός» είναι ένα μυθιστόρημα που μπορεί να διαβαστεί πολλαπλώς και ο εκάστοτε αναγνώστης να φωτίσει ή να εστιάσει στις εκδοχές που επιθυμεί. Το σίγουρο είναι πως θα απολαύσει ολόκληρο το έργο.

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως το βιβλίο είναι γραμμένο από μια Κύπρια. Έτσι έχουμε τη δυνατότητα να δούμε τα γεγονότα, εμείς οι Ελλαδίτες, από την άλλη πλευρά του Αιγαίου και από την πλευρά αυτών που τα υπέστησαν. Ο τίτλος αινιγματικός και για μεγάλο μέρος της αφήγησης σιβυλλικός και ανερμήνευτος μπορεί να αναγνωστεί δίσημα: Και ως ένα αργό ταγκό των πρωταγωνιστών, αλλά και ως ένας αργός μαρτυρικός χορός για «το προκαθορισμένο σχέδιο της πράσινης γραμμής, που ο εχθρός υλοποιούσε στα μουλωχτά και σε κάποιο χρόνο που εμείς δε γνωρίζαμε θα ξαπλωνόταν σα θεριό να χωρίσει το νησί στα δυο».

Κάθε φορά που μου ζητείται να παρουσιάσω ένα λογοτεχνικό έργο, πεζό ή ποιητικό, πάντα αναζητώ κρίκους να το δέσω με τη σχολική μας πραγματικότητα, όχι γιατί διέπομαι από την αγωνία θήρευσης του χρήσιμου ή συμπόρευσης με παραδοσιακά μοντέλα ή γιατί δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι να αγγίξει η λογοτεχνία τους νέους στην πραγματικότητα της διευρυμένης κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά, γιατί πιστεύω πως η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει απόλαυση και μέσο βίωσης πολυσύνθετων βιωμάτων και αισθημάτων, μπορεί να προβάλλει ένα άλλο αισθητικό πρότυπο σε μια εποχή που την καθημερινότητα μονοπωλούν η οικονομία, η πολύπλευρη κρίση και οι επιπτώσεις της, μπορεί να δώσει τη δυνατότητα της προσέγγισης της ιστορίας απολαυστικά, βιωματικά και καθόλου πληκτικά.

Έτσι, το μυθιστόρημα «Αργός Χορός» μπορεί να λειτουργήσει ως παράλληλο σε κείμενα τόσο του Λυκείου όσο και του Γυμνασίου. Παραπέμπω δειγματικά στα Στέφανα της κόρης του τού Κυριάκου Χαραλαμπίδη, στα ποιήματα του Κώστα Μόντη, στην Ελένη του Γιώργου Σεφέρη, στο Μόνο γιατί μ’ αγάπησες της Μαρίας Πολυδούρη, ακόμη -ακόμη και στα πεζογράφηματα Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς και Στου Κεμάλ το σπίτι του Γιώργου Ιωάννου, για τις συγκρίσεις της ζωής των προσφύγων και των λόγων που εξαναγκάστηκαν να γίνουν, αλλά και για τις σχέσεις και τη στάση του ενός λαού απέναντι στον άλλον.

Κυρίες και κύριοι, δε θα σας κουράσω άλλο με τις δικές μου ενδοσκοπήσεις, που, απλώς, αποτελούν προσπάθειες ανιχνευτή. Λαθραία η είσοδος στον κόσμο της συγγραφέα και ίσως –ίσως και έξω από τις προθέσεις της, ωστόσο όμως, από την πόρτα που η ίδια άνοιξε. Άλλωστε, είναι μεγάλο το δέος, όταν, όσα λες, τα ακούει ο ίδιος ο δημιουργός. Αν δεν έγινε εφικτή η προσέγγιση στις βαθιές άκριες της ψυχής της, ας είναι μεγάθυμη. Και της ζητούμε η ίδια να μας οδηγήσει λίγο πιο μέσα στα μυστικά μονοπάτια του κόσμου της και να μας χρήσει μυημένους αναγνώστες.

Σας ευχαριστώ.





Γιαννιτσά

28/4/2013