Συνέντευξη στο Vlepo με την Κατερίνα Σαμψώνα

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Bιβλιοπαρουσίαση από την Μαρία Χρ. Πασχούδη






Δημοσιεύω την Βιβλιοπαρουσίαση του Αργού Χορού που έκανε η καθηγήτρια -φιλόλογος Μαρία Χρ. Πασχούδη στα Γιαννιτσά στις 28 Απριλίου 2013.



Θα ξεκινήσω τη σημερινή μας παρουσίαση με μια επισήμανση, που έχω ξανακάνει: από την πόλη μας και την ευρύτερη περιοχή λείπουν κάποια πανεπιστημιακά τμήματα, που, ωστόσο, σήμερα στην εποχή της κρίσης η δημιουργία τους φαντάζει ουτοπική και ανεδαφική. Αυτά όμως θα δημιουργούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάδειξη πνευματικών αναζητήσεων και την εκδήλωση προσπαθειών κάλυψης αυτής της ανάγκης. Και δεν είμαι η μοναδική, φυσικά, που το διαπιστώνω.

Ωστόσο, όσο αντικειμενική είναι αυτή η έλλειψη άλλο τόσο αντικειμενική είναι και η παρατήρηση πως στην πόλη μας γίνονται όλο και περισσότερες πολιτιστικές κινήσεις, που προσπαθούν να ξεδιψάσουν την πνευματική και γνωστική δίψα των συμπολιτών μας, και πως υπάρχουν συμπολίτες μας που δεν εφησυχάζουν, αλλά δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον κινούμενο και αενάως διαμορφούμενο και μεταμορφούμενο χώρο των ιδεών. Ευτυχώς για την πόλη μας υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν να την κρατήσουν ζωντανή. Μέσα σε αυτή τη λογική των πραγμάτων είναι και η σημερινή παρουσίασή μας, του βιβλίου «Αργός χορός» της πολύ γνωστής συγγραφέα, Γιόλας Δαμιανού.

Νιώθω ιδιαίτερη χαρά και τιμή που σήμερα παρουσιάζουμε μια διακεκριμένη, με βραβεύσεις και διακρίσεις, συγγραφέα από την Κύπρο. Είχα την ευκαιρία να την προσκαλέσω την Πέμπτη στο σχολείο μας, το 2ο Λύκειο Γιαννιτσών, και να συνομιλήσει με τους μαθητές μας και να τους μυήσει στα μυστικά μονοπάτια του έργου της και της λογοτεχνίας. Να τους κάνει υποψιασμένους αναγνώστες και κοινωνούς των προβληματισμών και σκέψεων της. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο στόχος του σχολείου η παροχή ερεθισμάτων και παραστάσεων ανοικτών στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι.

Η σύλληψη της υπόθεσης του μυθιστορήματος και ο τρόπος που δομείται, θα μπορούσε να πει ένας προσεκτικός παρατηρητής πως αποκαλύπτεται από τη συγγραφέα μέσα από τα λόγια της γιαγιάς Σοφίας: «Κάθομαι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο κι αφήνω τις αναμνήσεις να κατακλύζουν το μυαλό μου. Τα αυτιά μου αφουγκράζονται να πιάσουν ήχους από πετάλια ποδηλάτου και τον ήχο από το κουδουνάκι να βγαίνει από τη στροφή..» και αλλού «Η σκέψη της Αμμοχώστου δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Οι κρυμμένες μνήμες ακόμα πονούσαν. Το φευγιό μας από το Βαρόσι ήταν μια ανοιχτή πληγή που η ψυχή μου αρνιόταν να επουλώσει. Σκεφτόμουν τους δρόμους της Αμμοχώστου που διανύαμε κάθε πρωί με την άμαξα για το σχολείο. Η ατέλειωτη παραλία με τη λεπτή αμμουδιά και τη μυρωδιά της αλμύρας, που έσμιγε με τους λεμονανθούς και τα κρίνα…».

Η ιστορία, όπως έγινε αντιληπτό, εκτυλίσσεται στην Κύπρο και ιδιαίτερα στην Αμμόχωστο, την «ωραιότερη γη της γης» του Σεφέρη.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου της γράφει:

«Τέτοια ήταν η Αμμόχωστος μια φορά. Λιμάνι του κόσμου και καμάρι της Ανατολής. Εκεί έζησαν πάθη κι έρωτες φοβεροί. Μίση γιγάντια κι εγκλήματα κι ηρωισμοί. Η ιστορία της είναι βουτημένη στο χρυσάφι και το αίμα, στην πορφύρα της δόξας και την πίσσα της αμαρτίας.

Σήμερα η Αμμόχωστος(η παλιά πόλη) είναι ένα βουβό χορταριασμένο κοιμητήρι όπου μόνο οι πέτρες μιλούν. Φαντάσματα και θρύλοι τη στοιχειώνουν κι η γη κρύβει ακόμα πολλά μυστικά». Και αυτή τη νεκρή πόλη βλέπει ο ταξιδευτής αν σταθεί σε ορισμένο ψηλό σημείο από την πλευρά της Δεκέλειας.

Ήρωας του έργου ο Αλέκος. Μορφωμένος με τις περγαμηνές του από το εξωτερικό και με όνειρα για ένα λαμπρό μέλλον εισπράττει την απόρριψη, όχι γιατί δεν αξίζει μια καλή επαγγελματική αποκατάσταση, αλλά γιατί το σαθρό κατεστημένο σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα δεν επιτρέπει στους ταλαντούχους και προικισμένους νέους να βρουν αυτό που αξίζουν. Και κάπου σε αυτό το σημείο της απελπισίας και απόγνωσης του νεαρού ήρωα έρχεται η γιαγιά του ως καλός άγγελος ή ως «από μηχανής θεός» να δράσει καταλυτικά στην εξέλιξη του μύθου, αλλά και να δώσει σε μας ένα καταπληκτικό μάθημα ζωής μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος.

Το έργο ξεκινά σε ρυθμό πιανίσσιμο. Ακόμη και η έκρηξη στο Μαρί που σημάδευσε τη ζωή και την οικονομία του νησιού της Κύπρου και οδήγησε ακόμη γρηγορότερα στην οικονομική σημερινή κρίση, που συγκλονίζει τον αναγνώστη με την έντασή της, δίνει μόνο μια γεύση για τα όσα θα βιώσει στις επόμενες σελίδες. Αλλά μόνον όταν αρχίσει η γιαγιά Σοφία να ξετυλίγει την πολύπαθη ζωή της, τόσο αναπάντεχη και αντίθετη με όσα ο Αλέκος ξέρει για αυτήν, μόνον τότε ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να χαθεί, να ταξιδέψει στην εποχή που η Αμμόχωστος ήταν γεμάτη ζωή, τα παιδιά έπαιζαν ανέμελα και ονειρεύονταν στο Πύργο του Οθέλλου

«την ώρα που ο ήλιος έριχνε τις πλαγιαστές ακτίνες πάνω του κι έβαφε τους πέτρινους τοίχους με μαβιές σκιές. Αυτό έκανε τη φαντασία μας να γεμίζει εικόνες από μεγαλοπρεπή σαλόνια με αμύθητο πλούτο, αλλά και αναστεναγμούς και δάκρυα…». Ιστορία και μυθοπλασία αλληλοπεριχωρούνται και είναι απόλυτα θεμιτό να σημειώσουμε πως το μυθιστόρημα είναι πολύ κοντά στο ιστορικό μυθιστόρημα, κρατώντας όμως όλα εκείνα τα σύγχρονα στοιχεία της μοντέρνας λογοτεχνίας που προσεγγίζουν το σύγχρονο αναγνώστη και τον βεβαιώνουν πως εδώ διαβάζει ένα σύγχρονο έργο με αρετές κλασικής λογοτεχνίας. «Η γιαγιά Σοφία ποτέ δεν μίλησε… Παιδάκι, δεν τον κάθισε ποτέ στα γόνατά της να του διηγηθεί αυτό το παραμύθι… και τώρα χάθηκε στις λεωφόρους της ίδιας του της ιστορίας».

Σύμφωνα με παρατήρηση του Παναγιώτη Μουλλά όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς, λίγο έως πολύ αυτοβιογραφούνται ή καλύτερα κλείνουν μέσα στο έργο τους βιωματικές εμπειρίες, που άλλες τις έζησαν ή άλλες τις άκουσαν ή άλλες τις είδαν, ίσως εκ του μακρόθεν, ή τις έμαθαν από άλλους παλιότερους. Για τον «Αργό Χορό» δεν πρόκειται εγώ να σας πω αν είναι βιωματικός ή σε ποιο βαθμό. Αυτό το αφήνω στην ίδια τη συγγραφέα να μας το πει, διατηρώντας κάθε δικαίωμα να μας πει την αλήθεια ή να μας μαγέψει, κλείνοντας το μάτι στη μυθοπλασία. Άλλωστε, κάθε λογοτεχνική ανάγνωση θέλει την πλάνη, το μυστήριο. Είναι όλα αλήθεια; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η πραγματικότητα; Αλλά αυτή ακριβώς είναι η γοητεία της του Λόγου Τέχνης.

Μια ιδιαίτερα πολύτιμη επισήμανση αφορά στον πρωτότυπο τρόπο που μηχανεύεται η συγγραφέας, ώστε μέσα από δυο παράλληλα εξελισσόμενες ιστορίες, που όμως η μια ξεκινά πριν το 1955 και η άλλη in medias res το 2011, να δώσει την ιστορία της πολύπαθης Κύπρου, που συνδέεται άμεσα και με την ιστορία του ελληνισμού, στη ευρύτητά του. Η αφήγηση στο παρόν εναλλάσσεται με το παρελθόν, αλλά δοσμένο με έναν αόριστο που έχει τη δύναμη του ενεστώτα και τα γεγονότα είναι ως να συμβαίνουν στο σήμερα. Ο χώρος, ο χρόνος και το πρόσωπο του αφηγητή αποδεικνύουν την εξαιρετική επεξεργασία του υλικού. Την ιστορία την αφηγούνται διαφορετικοί οι αφηγητές, καθώς στην αναδρομική αφήγηση το ρόλο αναλαμβάνει η Σοφία, ενώ στην παροντική αφήγηση κυριαρχεί ο παντογνώστης αφηγητής που όμως μοιάζει να παρακολουθεί βήμα – βήμα τους ήρωες και κάποτε δεν μας αποκαλύπτει απόλυτα όσα γνωρίζει.

Οι μικροϊστορίες των ηρώων, πρωτευόντων και δευτερευόντων, συμπλέκονται και συμπληρώνουν τόσο το μωσαϊκό της ζωής των ίδιων, που αποτελούν ολοκληρωμένους χαρακτήρες και όχι καρικατούρες, όσο και της ιστορικής πραγματικότητας, τόσο άρτια που στο τέλος του έργου ο αναγνώστης βιώνει την «τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» και αποκαθίσταται η τάξη τόσο για τους ήρωες όσο και για τους νεκρούς που έφυγαν. Ακόμη και αν αποτελεί την οικογενειακή ιστορία του ήρωα, ωστόσο, κατορθώνει και περνά στο καθολικό, θα μπορούσε να είναι η ιστορία και οπουδήποτε άλλου, ιδιαίτερα σε κείνα τα δύσκολα για την Κύπρο και τον ελληνισμό χρόνια του ’55, του ’64, του ’74, του ‘11.

Η αγάπη… ποιος θα μπορούσε να την αγνοήσει, αλλά και ποιος θα ήθελε να το κάνει. Αυτή διατρέχει το κείμενο: Η αγάπη του Αλέκου και της Άννας, η αγάπη του πατέρα και της μητέρας του, η αγάπη της Σοφίας και του Σωτήρη, η αγάπη του Πέτρου και της Σοφίας• η αγάπη της Σοφίας για τον πατέρα της, ζεστή, βαθιά• η αγάπη της για το νησί της, που είναι βαθιά στην ψυχή, για την Αμμόχωστο, που τόσο τη χαράκωσαν, όπως και την Κύπρο όλη, οι Άγγλοι, οι Τούρκοι και όλοι όσοι θέλησαν να την κατακτήσουν για τη στρατηγική θέση της στα γεωπολιτικά συμφέροντα στη Μεσόγειο, για τον πλούτο της, για την ομορφιά της.

Όταν ξεκίνησα να ετοιμάζω τη σημερινή εισήγηση, υπήρχε στο νου μου το δίλημμα, αν θα είναι απαραίτητο να σας δώσω αναγνωριστικά στοιχεία περίληψης της υπόθεσης ή όχι. Προτίμησα να μισανοίξω την πόρτα στην υπέροχη αυτή ιστορία που μας έδωσε η Γιόλα Δαμιανού, με μισόλογα, αφήνοντας την περιέργεια να δουλέψει και να ωθήσει στην ανάγνωση του βιβλίου.

Δε θα υπερέβαλλα αν υπερθεμάτιζα ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί, γιατί καθηλώνει με τον πλούτο των λέξεων, την ενάργεια των περιγραφών και τη δύναμη της ειλικρίνειας, με τα οποία μέσα αποφάσισε η συγγραφέας να προσεγγίσει το δύσκολο θέμα των επανειλημμένων τουρκικών επιθέσεων. «Νέοι ψίθυροι έσπειραν για άλλη μια φορά τον πανικό, τον Ιούλιο η Τουρκία ετοιμάζεται να εισβάλει στην Κύπρο, τα πλοία της βρίσκονται ήδη στα ανοιχτά της Κερύνειας». «Ήταν Αύγουστος του ’64, όταν τουρκικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το νησί» Ή αργότερα «Εκείνη η ξεγνοιασιά κράτησε μέχρι το πρωινό της 15ης Ιουλίου 1974, που χτύπησε το τηλέφωνο και πέτρωσε το γέλιο κι έγινε γκριμάτσα η χαρά. «Μη βγείτε από το σπίτι έγινε πραξικόπημα…» «Τα νέα έφταναν ανατριχιαστικά μέσω ειδήσεων, πότε στόμα με στόμα. Εκτελέσεις αιχμαλώτων, ομαδικοί βιασμοί γυναικών. Ο τούρκικος στρατός απ’ όπου περνούσε δεν ξεχώριζε παιδιά, νέες, γριές… ο φόβος σαν φάντασμα κόλλησε στα τοιχώματα του μυαλού, μας γινόταν συνείδηση πως από δω και μπρος άλλοι θα εξουσίαζαν το μυαλό και το κορμί μας …προσμέναμε το μοιραίο».

Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο πεζογράφος σε σχέση με τον ποιητή παρέχει ευκολότερα τους κώδικες του έργου του στον αναγνώστη του, απλούστερα του μεταδίδει εμπειρίες και εικόνες, μεταλλάξεις και προβληματισμούς. Όμως η τέχνη καταδεικνύεται από τις πολλαπλές ερμηνείες, προσεγγίσεις και οπτικές που μπορεί να δεχτεί ένα πεζογράφημα. Και ο «Αργός Χορός» είναι ένα μυθιστόρημα που μπορεί να διαβαστεί πολλαπλώς και ο εκάστοτε αναγνώστης να φωτίσει ή να εστιάσει στις εκδοχές που επιθυμεί. Το σίγουρο είναι πως θα απολαύσει ολόκληρο το έργο.

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως το βιβλίο είναι γραμμένο από μια Κύπρια. Έτσι έχουμε τη δυνατότητα να δούμε τα γεγονότα, εμείς οι Ελλαδίτες, από την άλλη πλευρά του Αιγαίου και από την πλευρά αυτών που τα υπέστησαν. Ο τίτλος αινιγματικός και για μεγάλο μέρος της αφήγησης σιβυλλικός και ανερμήνευτος μπορεί να αναγνωστεί δίσημα: Και ως ένα αργό ταγκό των πρωταγωνιστών, αλλά και ως ένας αργός μαρτυρικός χορός για «το προκαθορισμένο σχέδιο της πράσινης γραμμής, που ο εχθρός υλοποιούσε στα μουλωχτά και σε κάποιο χρόνο που εμείς δε γνωρίζαμε θα ξαπλωνόταν σα θεριό να χωρίσει το νησί στα δυο».

Κάθε φορά που μου ζητείται να παρουσιάσω ένα λογοτεχνικό έργο, πεζό ή ποιητικό, πάντα αναζητώ κρίκους να το δέσω με τη σχολική μας πραγματικότητα, όχι γιατί διέπομαι από την αγωνία θήρευσης του χρήσιμου ή συμπόρευσης με παραδοσιακά μοντέλα ή γιατί δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι να αγγίξει η λογοτεχνία τους νέους στην πραγματικότητα της διευρυμένης κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά, γιατί πιστεύω πως η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει απόλαυση και μέσο βίωσης πολυσύνθετων βιωμάτων και αισθημάτων, μπορεί να προβάλλει ένα άλλο αισθητικό πρότυπο σε μια εποχή που την καθημερινότητα μονοπωλούν η οικονομία, η πολύπλευρη κρίση και οι επιπτώσεις της, μπορεί να δώσει τη δυνατότητα της προσέγγισης της ιστορίας απολαυστικά, βιωματικά και καθόλου πληκτικά.

Έτσι, το μυθιστόρημα «Αργός Χορός» μπορεί να λειτουργήσει ως παράλληλο σε κείμενα τόσο του Λυκείου όσο και του Γυμνασίου. Παραπέμπω δειγματικά στα Στέφανα της κόρης του τού Κυριάκου Χαραλαμπίδη, στα ποιήματα του Κώστα Μόντη, στην Ελένη του Γιώργου Σεφέρη, στο Μόνο γιατί μ’ αγάπησες της Μαρίας Πολυδούρη, ακόμη -ακόμη και στα πεζογράφηματα Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς και Στου Κεμάλ το σπίτι του Γιώργου Ιωάννου, για τις συγκρίσεις της ζωής των προσφύγων και των λόγων που εξαναγκάστηκαν να γίνουν, αλλά και για τις σχέσεις και τη στάση του ενός λαού απέναντι στον άλλον.

Κυρίες και κύριοι, δε θα σας κουράσω άλλο με τις δικές μου ενδοσκοπήσεις, που, απλώς, αποτελούν προσπάθειες ανιχνευτή. Λαθραία η είσοδος στον κόσμο της συγγραφέα και ίσως –ίσως και έξω από τις προθέσεις της, ωστόσο όμως, από την πόρτα που η ίδια άνοιξε. Άλλωστε, είναι μεγάλο το δέος, όταν, όσα λες, τα ακούει ο ίδιος ο δημιουργός. Αν δεν έγινε εφικτή η προσέγγιση στις βαθιές άκριες της ψυχής της, ας είναι μεγάθυμη. Και της ζητούμε η ίδια να μας οδηγήσει λίγο πιο μέσα στα μυστικά μονοπάτια του κόσμου της και να μας χρήσει μυημένους αναγνώστες.

Σας ευχαριστώ.





Γιαννιτσά

28/4/2013





Δεν υπάρχουν σχόλια: