Συνέντευξη στο Vlepo με την Κατερίνα Σαμψώνα

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Από την παρουσίαση του βιβλίου Από Έλενα....Ελένη


Η Ελένη Καλαμάρη, ο Δημήτρης Μπαλαούρας κι εγώ

 Ποτέ άλλοτε σε παρουσίαση βιβλίου δεν έχω συναντήσει κόσμο να ακούει με τόση προσήλωση, με τέτοιο δέος! Οι ματιές τους απέναντι είχαν μια παράκληση, μια προσμονή να καταλάβουν, να βρουν την πηγή της δύναμης που έβγαλε την Ελένη νικήτρια στην πάλη της με τον καρκίνο. Δημοσιεύω την ομιλία της παρουσίασής μου όπως την έκανα στις 14 Απριλίου στο βιβλιοπωλείο ΠΑΡΓΑ.





«Σε κάποια ομιλία του ο Λεό Μπουσκάλια είπε :

Δεν έχει σημασία ποιος είμαι, τι ρούχα φορώ, τι αυτοκίνητο οδηγώ, ποια είναι η μόρφωσή μου. Σημασία έχει μπορείς να συγχωρέσεις; Μπορείς να ξεχάσεις; Μπορείς να πεις δεν πειράζει, άνθρωποι είναι και αυτοί, και να τους αγκαλιάσεις και μετά ν’ αγκαλιάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Και να ανακαλύψεις μέσα σου πόσο ιδιαίτερος και μοναδικός είσαι… Αυτό έκανε η Ελένη Καλαμάρη κυρίες και κύριοι.

Μέχρι πριν δύο εβδομάδες δεν την γνώριζα. Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά της όταν ο Δημήτρης Μπαλαούρας μου ζήτησε να παρουσιάσω το βιβλίο της. Τώρα έχω την εντύπωση πως την γνωρίζω χρόνια. Γιατί το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας δεν είναι ένα μυθιστόρημα, είναι μια κατάθεση ψυχής, μια παρακαταθήκη για όλους εμάς, και γράφτηκε για να μας δώσει μαθήματα ζωής.


Το να παλεύεις να κρατηθείς στα πόδια σου όταν ο καρκίνος εισβάλλει στη ζωή σου σαν ένα θεόρατο τσουνάμι που παρασέρνει στο διάβα του όνειρα, αγάπες κι ό,τι μπορεί να προσμένει ένα κορίτσι στα δεκαεννιά του, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το να κοιτάς το θάνατο ίσα στα μάτια και να τον αψηφάς συνεχίζοντας απτόητος τη ζωή σου με μια δύναμη που δεν επιτρέπει να καταθέτεις τα όπλα, απαιτεί σθένος, πίστη, αυτοσεβασμό, αξιοπρέπεια κι αγάπη για το θείο δώρο που σου έδωσε η φύση.

Δεν είναι ποτέ εύκολο να μιλά κανείς γι αυτά που τον φοβίζουν, γι αυτά που τον πονούν και τον πληγώνουν. Κι όμως η Ελένη Καλαμάρη τόλμησε να απλώσει τη ψυχή της, πιστεύοντας πως ο δικός της αγώνας θα βοηθήσει κάποιους συνανθρώπους της να αντιμετωπίσουν το δικό τους πρόβλημα. Κατάφερε με την αυτογνωσία να βγάλει προς τα έξω τον μικρό Θεό που όλοι κρύβουμε μέσα μας και να μετατρέψει το κακό σε καλό και μέσα από τα χαλάσματα που ξέρασε το τσουνάμι, να ανατείλει ένα λαμπρό μαργαριτάρι.

Η Ελένη Καλαμάρη δεν διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις. Είναι ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας. Γεννήθηκε στην Γερμανία το 1978. Σπούδασε γραμματεία Διευθύνσεως και Μηχανογραφημένη Λογιστική. Γνωρίζει την Αγγλική και Γερμανική γλώσσα και ζει με τον γιο της στον Πειραιά.

Η ιστορία του βιβλίου αρχίζει όταν η Ελένη στα δεκαεννιά της ψηλάφησε ένα μικρό κουβαράκι στο λαιμό και χρειάστηκε τρία χειρουργεία για να το ξεπεράσει. Κι αφού ήταν κάτι που αντιμετωπίστηκε εύκολα, κανείς από τους δικούς της δεν ανάφερε στην ίδια τη λέξη «καρκίνος» για να μην διαταράξει την ήρεμη μέχρι τότε ζωή της. Το ονόμασαν πολυοζώδη βρογχοκήλη. Η Ελένη μετά απ’ αυτό, συνέχισε ανέμελα τη ζωή της και δεν άργησε η στιγμή που ένας μεγάλος έρωτας κτύπησε την πόρτα της καρδιάς της. Η γνωριμία της με τον Άγγελο, γόνο μιας πλούσιας επαρχιώτικης οικογένειας οδήγησε στον αρραβώνα, μετά στο γάμο και ακολούθως σε μια εγκυμοσύνη. Στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης έκανε την εμφάνισή του ένα κουβαράκι στο στήθος και λίγο αργότερα μια μετάσταση στα κόκκαλα. Το πόδι της ψηλά στο γοφό, της προκαλεί τρομερούς πόνους και την ακινητοποιεί τους μήνες της εγκυμοσύνης στο κρεβάτι. Αυτό ήταν η αφορμή να αρχίσει μια κατακραυγή από την οικογένεια του Άγγελου. Την κατηγόρησαν πως ενώ ήταν μια καρκινοπαθής, ξεγέλασε το γιο τους να την παντρευτεί καταστρέφοντάς του τη ζωή. Εκείνη τη δύσκολη ώρα που ο καθ’ ένας χρειάζεται αγάπη και μια αγκαλιά να κουρνιάσει τον φόβο και την αβεβαιότητα, η Ελένη αντιμετώπισε την πίκρα, την προδοσία και την εγκατάλειψη. Δεν την άφησα να το παιδί της όταν γεννήθηκε, της το πήραν. Μένει εντελώς μόνη από την πλευρά του άντρα της να αντιμετωπίσει την ασθένεια και το τέλος που καραδοκούσε. Οι γιατροί της είχαν δώσει τρεις έως έξι μήνες ζωής. Όμως αυτή δεν υποτάσσεται στο μοιραίο. Θέλει να παλέψει για το μωρό της. Υπομένει με θάρρος χημειοθεραπείες, ραδιοθεραπείες, το πέσιμο των μαλλιών, τα νύχια να φεύγουν μαζί με τις σάρκες της. Όμως η αγάπη για τη ζωή και γι αυτούς που αγαπά υπερέχει. Αποφασίζει να παλέψει και να νικήσει την ασθένεια. Μα πρώτα πρέπει να αποβάλει από μέσα της το κατακάθι της πίκρας και του θυμού. Σ’ αυτό τη βοηθά η Εκάτη, η δασκάλα, δίνοντάς της μαθήματα για την εσωτερικότητα, και αρχίζει να κάνει θεραπεία με Ρέικι. Λέει η Ελένη στο βιβλίο.

«Το πρώτο που θα έπρεπε να κάνω ήταν να γνωρίσω τον τρόπο σκέψης μου, την οπτική μου απέναντι στη ζωή. Κατόπιν, θα πολεμούσα να τα αλλάξω. Μόνο έτσι θα κατάφερνα να μετατρέψω το δάκρυ σε χαμόγελο, τη θλίψη σε χαρά, το μαύρο σε άσπρο, τον φόβο σε ελπίδα. Μόνο έτσι θα κατάφερνα να μετατρέψω την κατάρα σε δώρο!»

Ακούει τη δασκάλα της με προσοχή και προσπαθεί να καταλάβει πράγματα που της είναι εντελώς άγνωστα, μια νέα φιλοσοφία για αισθήματα και τρόπο σκέψης που θα επιδράσουν καταλυτικά στην ασθένεια. Πολλές φορές αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο και ρωτά πανικόβλητη τη δασκάλα της.

«Μα, να είμαι ευγνώμων που με πρόδωσαν;»

«Φυσικά! Απαντά η Εκάτη. Θα βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και θα λες ευχαριστώ στον εμπρηστή. Θα βλέπεις τους φίλους σου να σε προδίδουν και θα τους λες ευχαριστώ. Και αυτά όχι από αναισθησία, μοιρολατρία, ανοησία ή έλλειψη ικανότητας διαχείρισης. Εσύ γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι ένα μάθημα. Οπότε βλέπεις καθαρά αυτό που είναι ο κάθε ένας από αυτούς, για εσένα, τους ευχαριστείς και προχωράς την ζωή σου παρακάτω. Ούτε μίση ούτε πάθη. Μόνο γνώση. Γνώση ότι ο εμπρηστής είναι εκπαιδευτής σου και ο προδότης δάσκαλος!»

Η Εκάτη έσκυψε και παρατήρησε από κοντά τον μικρό καρπό που κρεμόταν από ένα κλωνάρι ελιάς. «Όλη η υγεία του σώματος είναι συμπιεσμένη μέσα σε αυτόν τον μικρό καρπό» μονολόγησε. Την άκουσα να ευχαριστεί ψιθυριστά τον Δημιουργό. Έπειτα με πλησίασε και κάθισε πάλι δίπλα μου.

«Μην αφήσεις την ομίχλη των αναμνήσεων να σκεπάσει αυτό το φως που έχεις τώρα πάνω απ’ το κεφαλάκι σου! Αντίθετα, κάνε την φάρο. Κάνε την σοφία. Κάνε την συγχώρεση. Μόνο έτσι θα λυτρωθείς. Μην σπαταλήσεις ούτε ρανίδα της ύπαρξής σου πια για να αποδείξεις την αθωότητά σου. Εσύ ξέρεις ποια είσαι, αυτό πρέπει να σου αρκεί. Αν επιμείνεις, θα σου γίνει εμμονή. Στο τέλος θα καταλάβουν, θα δουν, δεν μπορεί να μην δουν τι έχουν κάνει. Ο ίδιος ο Θεός θα φροντίσει γι αυτό».

Και ο Θεός πράγματι φρόντισε. Η Ελένη επέστρεψε κοντά στο παιδί της. Ο καρκίνος εξαφανίστηκε για να επιστρέψει δύο χρόνια αργότερα και να τον πολεμήσει ξανά βάζοντας κάθε φορά μεγαλύτερο πείσμα να απομακρύνει το θάνατο. Μα όσο πιο πολύ εμβαθύνει στη φιλοσοφία, εξοικειώνεται πιο πολύ με την ιδέα του θανάτου. Προσπαθεί να προετοιμάσει το παιδί της με ένα πολύ γλυκό τρόπο αν τελικά επέλθει το αναπόφευκτο.

Αδράχνει την ευκαιρία όταν ο μικρός τη ρωτά «μαμά πού είναι ο Άγιος Βασίλης;»

Κι αυτή απαντά χαμογελαστή «Στον Βόρειο Πόλο μωρό μου». «Μαμά δεν τον βλέπω».

«Θέλεις να τον δεις; Τότε κάνε αυτό που θα σου πει η μανούλα. Κλείσε τα ματάκια σου μωράκι μου. Σκέψου τώρα τον Άγιο Βασίλη «βασιλιά μου». Δες τα άσπρα του γένια. Δες τα κόκκινα ρούχα του. Άκουσε τον με τα αυτάκια της φαντασίας σου να γελάει. Να σου λέει χο-χο-χο. Τώρα τον βλέπεις;» τον ρωτά τρυφερά.

«Ναι!» απάντησε χαρούμενος.

Κάθε φορά λοιπόν που θα θέλεις να βλέπεις κάποιον που αγαπάς και δεν είναι δίπλα σου, θα κάνεις αυτό που σου είπε τώρα η μανούλα. Θα κλείνεις τα ματάκια σου και θα τον σκέφτεσαι, είδες που τον βλέπεις αμέσως;»

«Έτσι βλέπω και τον μπαμπά» είπε ο μικρός με κέφι.

«Έτσι θα βλέπεις και την μανούλα… Ναι ζωή μου, κάθε φορά που θα θέλεις να με δεις και εγώ δεν είμαι δίπλα σου, θα κλείνεις τα ματάκια και θα με σκέφτεσαι, και τότε τσουπ, θα είμαι και πάλι μπροστά σου. Και να ξέρεις μικρέ μου άγγελε, ότι η μανούλα έχει μαγικές ικανότητες. Ακόμα και να μην με βλέπεις, ακόμα και να μην με ακούς, εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου, να σε αγαπάω και να σε προστατεύω». Λέγοντας αυτά προσπαθεί να κρατά τα μάτια στεγνά και τη φωνή σταθερή μ ην δώσει λανθασμένη εντύπωση στο παιδί της.

Ένα ακόμα απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου όταν η εσωτερικότητά της θα έχει πια ολοκληρωθεί.

«Κι όμως, σαν κομμάτι του ίδιου σου του κόσμου, επιλέγω να επιμένω. Επιλέγω να ζω και να χαμογελάω. Κι όμως αναιρώ τον πρώτο μου κανόνα και θυμώνω. Θυμώνω με εσένα!

Μ’ εσένα, που κλαις γιατί δεν σου έφτασαν τα χρήματα να πάρεις ένα ακόμα ζευγάρι παπούτσια και σου λέω ότι υπάρχουν άνθρωποι χωρίς πόδια. Μ’ εσένα, που επιλέγεις να πεθάνεις, που χώνεις μια σύριγγα στη φλέβα, επειδή σου έτυχε μια δύσκολη ζωή ή μια αποτυχία, και σου λέω ότι η ζωή είναι για να την ζεις, να βαστάς γερά τα σκοινιά και να συνεχίζεις κόντρα στο κύμα.

Μ’ εσένα, που κάθεσαι στην αγκαλιά του ανθρώπου σου και κλεις ή καταριέσαι ή λες κουράστηκα, μόλις τύχει η πρώτη αναποδιά, και σου λέω ότι υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα χωρίς να έχουν μια αγκαλιά να χωθούν μέσα της.

Ευτυχώς λοιπόν που αρρώστησα! Ευτυχώς που, έστω και στο τέλος –αν είναι τώρα το τέλος, ξύπνησα. Ευτυχώς που έπαθα και δεν λύγισα, όχι γιατί ήμουν πιο δυνατή από εσένα, αλλά γιατί επέλεξα να γίνω δυνατή! Δεν είμαι καλύτερη από εσένα! Είμαι το ίδιο με εσένα!»

Αλήθεια πώς ένα κορίτσι που μέχρι χτες είχε άγνοια των πάντων κατάφερε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να ντυθεί τη νόηση; Ίσως να είναι κάτι που όλοι πρέπει να μάθουμε!

Η φίλη Κυπρούλα με την Ελένη



Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Από Έλενα... Ελένη

Ένα βιβλίο για καλό σκοπό!

Η Ελένη Καλαμάρη μια γενναία νέα γυναίκα που κατάφερε να θεραπευτεί από τον καρκίνο χάριν στη μεγάλη της θέληση για ζωή. Θα βρίσκεται στην Κύπρο για να παρουσιάσει το βιβλίο της «Από Έλενα… Ελένη». Το βιβλίο θα παρουσιάσω  στις 14 του Απρίλη η ώρα 7.00μ.μ. στο βιβλιοπωλείο ΠΑΡΓΑ.  Αν έχετε ελεύθερο χρόνο θα χαρώ πολύ να σας δω.  Μέρος των εσόδων θα δοθούν στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «Μείνε δυνατός».

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Ποίηση Νίκης Λαδάκη Φιλίππου

Η 21η του Μάρτη έχει καθιερωθεί σαν παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Μάταια εδώ και δυο μέρες προσπαθώ να συντονιστώ με ΄κείνες τις ευαίσθητες κεραίες που κάποτε με έκαναν να γράφω στίχους. Ψάχνω απεγνωσμένα μέσα μου να βρω κάτι ευαίσθητο, κάτι τρυφερό, ένα ερέθισμα ποιητικό τέλος πάντων, μα οι εικόνες που εκτοξεύονται μέσα από την τηλεόραση γεμίζουν παγωνιά και φόβο τη ψυχή μου. Εδώ και δυο μέρες κάθομαι άβουλη στον καναπέ και παρακολουθώ απεγνωσμένα το μακελειό στη Λιβύη, βλέπω τους πυραύλους Κρουζ να ταξιδεύουν σαν πεφταστέρια στο νύχτωμα να κτυπούν αμάχους και παιδιά να πέφτουν αιμόφυρτα πριν προλάβουν καν να ονειρευτούν… Έμεινα άφωνη από τις προκλητικές δηλώσεις του Καντάφι να υπόσχεται πως δεν θα σταματήσει να μάχεται έστω και αν σκοτωθεί και ο τελευταίος πολίτης, το τελευταίο παιδί και μέχρι να στραγγίξει και η τελευταία σταγόνα αίμα από τη χώρα του… Από πού να αντλήσω στίχους; Μέσα από το αίμα που γίνεται ποτάμι ή το δάκρυ της μάνας που αποχαιρετά τη ζωή;

Την ίδια στιγμή η πόλη της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία λουσμένη ραδιενέργεια αδειάζει σιωπηλά, προσπαθώντας να προστατεύσει τους απομείναντες. Μολυσμένο το νερό, μολυσμένο το γάλα και τα λαχανικά. Από πού να αντλήσω στίχους; Μέσα από τη στωικότητα του παιδιού που αποχαιρετά τους νεκρούς συμμαθητές του ξέροντας πως το παιγνίδι του εγκέλαδου δεν έχει ακόμα τελειώσει; Μέσα από την πολιτισμένη αξιοπρέπεια ενός λαού που έμαθε από τα γεννοφάσκια του να υπομένει με καρτερικότητα;

Αυτές οι εικόνες με φέρουν στα μονοπάτια των στίχων της αξιόλογης ποιήτριας και αγαπημένης μου φίλης Νίκης Λαδάκη Φιλίππου που έφυγε από τη ζωή πριν από 8 χρόνια:

Ριγώ κι ακούω…

να με φωνάζουν τα πουλιά-παιδιά.

Είσαι καρδιά μου ένα πουλί

που του χαλάσαν τη φωλιά

κι όλα τα πουλιά, όλα τα φιλιά

έχουν φωλιά την ορφανιά.

Είσαι καρδιά μου ένα πουλί

που του χαλάσαν τη φωλιά

κι όλα τα πουλιά, όλα τα φιλιά

έχουν φωλιά τον κόρφο σου.

********

Ρίγος πανάρχαιο

τρέμει μέσα

από καινούργιους πόρους

με πολύ ιδρώτα

κρυμμένο στ’ άψυχα

και το μούσκο

που κατεβαίνει από το βουνό

και μπαίνει μέσα στα μάτια

και τα γεμίζει πληγές

τα νεκρώνει

και γίνεται ένα με το ποτάμι

που φιλά τα σπλάχνα της γης

και πνίγεται στη ζέση

της θάλασσας.

Στίχοι που θα είναι επίκαιροι μέσα στην αιωνιότητα γιατί ο κόσμος θα παραμείνει πάντα ίδιος να ανακυκλώνεται μέσα στις ίδιες συμφορές μέσα στο ίδιο δάκρυ και αίμα.





Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Εκείνα τα παιδιά τα χωρίς ταυτότητα, τι απόγιναν;



Κάποτε αναρωτιέμαι πώς θα έμοιαζε ο κόσμος αν ο κάθε ‘νας από εμάς μπορούσε να διαλέξει το φύλο, την εθνικότητα και το χρώμα του. Να μην υπήρχαν οι υποχρεωτικά χαρισματικοί ή υποχρεωτικά παραγνωρισμένοι. Ο κάθ’ ένας να είναι αυτό που θέλει. Αν είχαμε αυτό το δικαίωμα πιστεύω πως ο κόσμος θα ήταν πιο χαρούμενος και πιο ευτυχισμένος, γιατί η ταυτότητά του θα ΄ταν δική του επιλογή.

Αναρωτιέμαι γιατί οι άνθρωποι ενώ γνωρίζουν πως κάποιες επιλογές τους θα έχουν επιπτώσεις στη ζωή άλλων ατόμων και μπορεί να προκαλέσουν λύπη ή πόνο, εξακολουθούν να τις κάνουν, σκεπτόμενοι μονάχα τη δική τους ικανοποίηση. Κι εννοώ τα παιδιά μιγάδες, που οι λευκοί έσπειραν στην Αφρική και άφησαν πίσω τους χωρίς όνομα, χωρίς αναγνώριση και διεκδικούν μόνα τις ρίζες και την ταυτότητά τους.

Η Αφρική είναι μια χώρα γεμάτη μαγεία και έπαρση, αν δεν την αγαπήσει κάποιος γι αυτό που είναι, είναι αδύνατο να ζήσει κάτω απ’ το λαμπερό ουρανό της, γιατί η δύναμη της φλόγας της, του τσουρουφλίζει την καρδιά. Η αγκαλιά της μοιάζει με ένα απέραντο χταπόδι, που αν σε κλείσει σφικτά στα πλοκάμια της μπορεί να σε συνθλίψει. Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να είναι πόλος έλξης γι αυτούς που προσδοκούν μια οικονομική και κοινωνική ανέλιξη. Ξεκινούν με το φόβο για το άγνωστο, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε απρόοπτο, κι επικίνδυνο, έτοιμοι να αγαπήσουν, να πονέσουν και να κατακτήσουν ό,τι βρεθεί στο δρόμο τους.

Τα παλιά χρόνια ξεκινούσαν με βαπόρια για να καταλήξουν στη Μασσαλία ή στο Λίβερπουλ και από εκεί σε χώρες του West Coast. Από λιμάνι σε λιμάνι. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες. Το τροπικό κλίμα με τη ψηλή θερμοκρασία, την υγρασία και συχνά τα ξεσπάσματα της τροπικής καταιγίδας, έβαζαν σε τρομερούς κινδύνους τη ζωή τους. Αρρώστιες όπως μαλάρια, φυματίωση, παράσιτα, λέπρα θέριζαν καθημερινά. Σοφά οι άνθρωποι στα παλιά χρόνια ονόμαζαν την Αφρική «φέρετρο του λευκού».

Γι αυτούς τους λόγους οι άντρες έφευγαν μόνοι αφήνοντας πίσω γυναίκες και παιδιά, έτοιμοι να παλέψουν με τα τέρατα της φύσης για να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στην οικογένεια τους. Πίστευαν πως μόνοι μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα πιο εύκολα στις αντίξοες συνθήκες. Στα πιο παλιά χρόνια τα μέσα επικοινωνίας ήταν ανύπαρκτα. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα και τα γράμματα έκαναν μήνες να φτάσουν στον προορισμό τους. Έτσι οι οικογένειες ήταν καταδικασμένες να ζουν χρόνια ολόκληρα στην αποστασιοποίηση και τη σιωπή.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της χαώδους μοναξιάς, οι άνδρες αποζητούσαν την συντροφιά της αφρικανής γυναίκας. Κι αυτό όχι γιατί απαρνιούταν την οικογένεια τους, αλλά από ανάγκη να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες. Απ’ αυτές τις σχέσεις γεννιούνται παιδιά μιγάδες. Παιδιά που δεν είναι μαύρα, που δεν είναι λευκά μα που έχουν ομορφιά κι εξυπνάδα. Κάποια μέρα οι λευκοί επιστρέφουν στην πατρίδα τους, κοντά στις οικογένειες τους. Τα παιδιά μιγάδες αν είναι τυχερά μπορεί να πάρουν το όνομα του πατέρα και κάποια περιουσία, αν όχι εγκαταλείπονται στη μοίρα τους και η ύπαρξή τους θα μείνει εφτασφράγιστο μυστικό.

Για χρόνια με βασανίζει πάντα το ίδιο ερώτημα. Ποια είναι η κατάληξη των παιδιών χωρίς ταυτότητα, στη σημερινή εποχή της επιμόρφωσης και της εύκολης συγκοινωνίας; Οι άνθρωποι στις μέρες μας διασχίζουν τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη σε μια συνεχή αναζήτηση. Πιο είναι το σημείο επαφής των παιδιών χωρίς όνομα με αυτούς που τα γέννησαν;

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αποκλειστικότητα της Αφρικής. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι έβαλαν πλώρη για μακρινές πατρίδες ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή, παρόμοιες ιστορίες ακούγονται όλο και πιο συχνά. Είναι ιστορίες που οι οικογένειες τις σιγοψιθυρίζουν, φροντίζοντας να μην διαρρεύσουν και διαταραχθεί η κοινωνική τους υπόσταση!





Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Όπου και να ΄σαι, σ' αγαπώ


Η Θάλεια Κουνούνη ήταν για μένα μια έκπληξη. Την γνώρισα το 2009 όταν παρουσιάστηκε μπροστά μου σε κάποια εκδήλωση και είπε «ήρθα από τη Λεμεσό για να σε γνωρίσω». Είχε μια όψη φωτεινή και αισιόδοξη που με έκανε να θέλω να ακούσω πάρα κάτω. Μόλις είχε κυκλοφορήσει το πρώτο της βιβλίο από τις εκδόσεις Λιβάνη «Το τέλος ήταν μόνο η αρχή» και ήταν πράγματι αυτή η συνάντηση η αρχή μιας φιλίας και εκτίμησης που κτίσαμε όρθιες με μια ζεστή χειραψία. Ακολούθησε το βιβλίο της «Κράτα με η κιβωτός σαλπάρει» και τώρα κρατώ στα χέρια μου το τρίτο της βιβλίο από τις Εκδόσεις Λιβάνη «Όπου και να ΄σαι σ’ αγαπώ».

Στον πρόλογό της με ένα εξομολογητικό τρόπο προσπαθεί να ξετυλίξει το νήμα μπερδεμένων σκέψεων γύρο από τη συγχώρεση, κρατώντας κάποια λόγια που άκουσε μικρή.

«Αν κάποιος σου κάνει κακό εν βρασμώ ψυχής, να τον συγχωρήσεις. Αν όμως σκεφτεί το κακό που θέλει να σου κάνει, κοιμηθεί και ξυπνήσει και το πράξει, τότε να μην τον συγχωρήσεις ποτέ».

«Όταν ήμουν πολύ μικρή – λέει στη συνέχεια- τα λόγια αυτά φάνταζαν απλά. Αργότερα όμως, όταν μεγάλωσα και τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα ήρθαν να μου κάνουν συντροφιά, κατάλαβα πόσο περίπλοκο ήταν αυτό που άκουσα. Πρώτα συνειδητοποίησα πως η γιατρειά του κακού δεν έχει πάντα να κάνει με τον υπαίτιο. Κάποιες φορές…ναι. Βρίσκεις τον ένοχο, παλεύεις, θεραπεύεσαι. Ακόμη όμως κι αν δεν γιατρευτείς, λυτρώνεσαι όταν με τον τρόπο σου τιμωρείς. Ή όταν με τον τρόπο σου συγχωρείς».

Μέσα σ’ αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα ξετυλίγεται και η ιστορία του καινούργιου μυθιστορήματος της Θάλειας Κουνούνη «Όπου και να ΄σαι, σ’ αγαπώ». Μια απροσδόκητη απαγωγή στο λιμάνι του Πειραιά το 1991, γίνεται αφορμή να διαλυθεί μια ευτυχισμένη οικογένεια. Το ζεύγος Παυλίδη μπαίνει στο επταθέσιο τζιπ με τα πέντε παιδιά του για μια βόλτα στο λιμάνι του Πειραιά. Κι ενώ τα παιδιά αγοράζουν παγωτό, εξαφανίζεται μπρος στα μάτια τους η μικρότερη κόρη της οικογένειας, η Ιωάννα. Ποτέ κανείς δεν κατάφερε να μάθει οτιδήποτε για την εξαφάνιση. Η μητέρα μη αντέχοντας τον πόνο μέσα σε μια αλλοφροσύνη θεωρεί υπαίτιους της εξαφάνισης τον άντρα και τα παιδιά της. Τους διώχνει από κοντά της. Στα αυτιά του δεκαπεντάχρονου Μάρκου θα ηχεί για πολλά χρόνια η κραυγή της «φύγε, δεν θέλω να σε βλέπω». Με ένα σωρό τραύματα θα ζήσει μια κουτσουρεμένη εφηβεία που θα τον σπρώχνει όλο και πιο μακριά. Η οικογένεια σκορπίζει κουβαλώντας ο καθένας το δικό του μαρτύριο, τις δικές του ανασφάλειες για τη ζωή. Ο Παύλος καταφέρνει να γίνει γιατρός μα στη ζωή του όλα σταματάνε εκεί που ακούει το όνομα Ιωάννα. Ακόμα και ο γάμος του διαλύεται γιατί φοβάται να αποκτήσει παιδιά. Η μεγαλύτερη κόρη, η Άννα με μια στωικότητα επιλέγει να ανεχτεί την αλλοφροσύνη της μάνας και εγκαταλείπει τις σπουδές και ό,τι άλλο είχε στη ζωή της και μένει να εκτελεί χρέη νοσοκόμας. Μόνο η Δέσποινα κατάφερε να γίνει δικηγόρος και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Ο Αποστόλης, αποκομμένος από την οικογένεια του βυθίζεται σε μια παράλογη σιωπή.

Τι είναι αυτό που μπήκε ανάμεσά τους και τους κρατά σε τόση αποξένωση; Η υποψία, ο φόβος ή η ανασφάλεια; Την απάντηση θα δώσει η Βίβιαν, μια πόρνη πολυτελείας που μπήκε αναπάντεχα στη ζωή του Αποστόλη και θα φέρει τα πάνω κάτω. Θα τον πείσει να δώσει ένα δείπνο για τα γενέθλιά του και να καλέσει τα παιδιά του. Σ’ αυτό το δείπνο το παρελθόν που τόσο επίμονα κρατάνε στη σιωπή, θα βγει στην επιφάνεια να επουλώσει πληγές και θα βρουν ξανά τη δύναμη να πάρουν τη ζωή τους πάρα πέρα… Η παρουσία της Μαργαρίτας που μπήκε αναπάντεχα στη ζωή του Παύλου θα τον υποχρεώσει να κάνει την αυτοκριτική του και να σκεφτεί τα λάθη και να ξαναβρεί την αυτοεκτίμησή του.

Η Θάλεια Κουνούνη-Πολυβίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Ζει μαζί με το σύζυγο και τα τρία τους παιδιά στην Κύπρο. Έχει σπουδάσει Ακουολογία στο Λονδίνο και σήμερα διευθύνει εταιρεία που έχει αντικείμενο τον έλεγχο και την ενίσχυση της ακοής.




Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Ένα σεμινάριο για κινηματογραφικό σενάριο


Η ομάδα που παρακολούθησε το σεμινάριο με τον
Παντελή Βούλγαρη στο μέσο

    Η πρόσκληση από την Ένωση Σκηνοθετών Κύπρου να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο συγγραφής σεναρίου για κινηματογράφο με τον Παντελή Βούλγαρη, ήταν άκρως δελεαστική. Από την άλλη σκεφτόμουν σε τι μπορεί να χρησιμεύσει σε μένα μια τέτοια γνώση, νοουμένου πως θα σπαταλούσα τρεις ολόκληρες μέρες κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο. Κι όμως η επιθυμία μου να γνωρίσω από κοντά τον Παντελή Βούλγαρη νίκησε και δήλωσα συμμετοχή. Ήταν μια εμπειρία για την οποία δεν μετάνιωσα και που θα θυμάμαι με αγάπη!

Κατ’ αρχήν συνειδητοποίησα για πρώτη φορά το απέραντο φάσμα ανάμεσα στη συγγραφή ενός σεναρίου από τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Στο μυθιστόρημα οι λέξεις είναι το εργαλείο επικοινωνίας και έχουν τη δύναμη να σε συγκινήσουν, να σε κάνουν να ονειρευτείς και να ταξιδέψεις. Ο πεζογράφος όταν καθίσει να γράψει μοιάζει με δημιουργό κοσμημάτων που έχει γύρο του απεριόριστο αριθμό διαμαντιών – λέξεων- και προσπαθεί να τα τοποθετήσει στη σωστή θέση για να μπορούν να εκπέμπουν λάμψη. Όταν ο λογοτέχνης γράφει οι λέξεις έχουν τη μαγική ιδιότητα να τον οδηγούν να ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας.

Αντίθετα στο σενάριο τη δύναμη έχουν οι εικόνες, η κίνηση και τα χρώματα. Οι λέξεις χάνουν τη δύναμή τους. Την αποτύπωση της χαράς τη δίνει ένα χαμόγελο, της λύπης ένα δάκρυ, μια κίνηση αμηχανίας, ένα πουλί που θα φτερουγίσει... Οι φιγούρες δεν χρειάζονται λέξεις, μιλάει το σώμα, η φύση, ένα άγγιγμα, ένα φιλί…. Δεν είναι μαγευτικό; Είναι αυτό που λέμε μια εικόνα χίλιες λέξεις. Όσο τα άκουγα όλα αυτά μου φαίνονταν όμορφα κι απλά. Όταν όμως προσπάθησα να το επιχειρήσω στο χαρτί, κατάλαβα πόσο φλύαρη και άσχετη είμαι. Γιατί μια ζωή αγωνίζομαι με τις λέξεις που γίνονται φράσεις και περιγράφουν εικόνες. Όσο και να προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να αλλάξει τρόπο έκφρασης, στάθηκε αδύνατο. Ήταν για μένα σαν ιεροσυλία να αφήσω στην άκρη τις λέξεις. Όμως το σενάριο δεν παύει από το να είναι ένας άλλος συναρπαστικός τρόπος έκφρασης που για να τον καταφέρω θα χρειαστώ πολλές ξάγρυπνες προσπάθειες.

Ήταν απίθανα συναρπαστική η συνάντησή μου με τον Παντελή Βούλγαρη. Απλός και οικείος σαν ένας χτεσινός φίλος. Άκουγε με προσοχή κάθε μας λέξη, κάθε ιστορία που είχαμε να του πούμε. Γι αυτόν κάθε τι καινούργιο είναι πηγή έμπνευσης για το επόμενο βήμα. Μας μίλησε για τις ατέλειωτες περιπλανήσεις του που τον βοηθούν να βγάζει ανθρώπινες ιστορίες και να τις σκηνοθετεί με μαεστρία προβάλλοντας την βαθιά ανθρώπινη πλευρά τους. Και ήταν ιδιαίτερα συναρπαστικό να τον ακούμε να μας διηγείται πώς έχει συλλάβει τις διάφορες ιδέες από τα έργα του. Ιδιαίτερος σταθμός ήταν οι Νύφες. Η βραβευμένη δραματική του ηθογραφική ταινία παραγωγής 2004.

Η ταινία είμαι σίγουρη πως είναι σε όλους γνωστή, ωστόσο εγώ έχω την ανάγκη να γράψω λίγα λόγια προκειμένου να κάνω μια ολοκληρωμένη ανάρτηση. Το θέμα της ταινίας είναι το ταξίδι 700 γυναικών ελληνίδων, τουρκάλων και ρωσίδων από την Κωνσταντινούπολη προς Νέα Υόρκη όπου θα συναντούσαν τους άντρες που επρόκειτο να παντρευτούν. Η υπόθεση περιπλέκεται όταν μια από τις Νύφες ερωτεύεται ένα αμερικανό φωτογράφο που επιστρέφει στην πατρίδα, μα που δεν πρέπει γιατί είναι υποχρεωμένη να παντρευτεί αυτόν που προοριζόταν για την αδερφή της και δεν άντεξε τη ξενιτιά.

Η ταινία παρουσιάστηκε στο 45ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη και απέσπασε 10 από τα Κρατικά βραβεία.


Ο Παντελής Βούλγαρης

Ο Παντελής Βούλγαρης είναι Έλληνας σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μετά τις σπουδές του στον κινηματογράφο εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης σε πλήθος παραγωγών. Έχει διακριθεί και βραβευτεί σε πολλά διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου. Μερικά από τα έργα του είναι:

Ψυχή βαθιά (2009), Νύφες (2004), Όλα είναι δρόμος (1998), Ήσυχες μέρες Αυγούστου (1991), Η φανέλα με το 9 (1988),Πέτρινα χρόνια (1985), Κάρολος Κουν (1981), Ελευθέριος Βενιζέλος (1982) κ.ά.

Το σεμινάριο διοργάνωσε για δεύτερη συνεχή χρονιά η Ένωση σκηνοθετών Κύπρου με τη στήριξη του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και του Πολιτιστικού κέντρου Άρτος.



Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Χρονογράφημα Μέρα του Αγίου Βαλεντίνου

Μαδούσαμε τη μαργαρίτα «μ’ αγαπάς πολύ, ολίγον, γλυκά, τρυφερά, μέχρι τρέλας, τίποτα»! Και νιώθαμε έτσι το γλυκό άγγιγμα του έρωτα, σε μια εποχή που στήναμε τσίλιες πίσω απ’ τις μπαλκονόπορτες! Που γράφαμε στίχους, με μια ανεξήγητη ανάγκη να κλάψουμε. Κι αν δεν μας άρεσε η απάντηση της μαργαρίτας παίρναμε άλλη, και φτου απ’ την αρχή. «Μ’ αγαπάς πολύ, ολίγον…» Έτσι ζούσαμε τoυς έρωτές μας!

Τώρα τα πράγματα είν’ αλλιώς. Ο έρωτας δεν είναι μια απλή υπόθεση καρδιάς! Είναι υπόθεση επαγγελματικής αποκατάστασης. Ερωτεύεστε εσείς, βγάζουμε τον επιούσιο εμείς. Στα παζάρια θα πουλήσουμε τις λαμέ καρδούλες μας, τα σοκολατάκια με τις κόκκινες κορδέλες «I love you», τα μπουλουκάκια με τη μικρή καρδούλα στο κέντρο να κτυπά ρυθμικά τικ τακ και πάλιν «I love you».


Οι επίδοξοι Δον Ζουάν θα πάνε από βραδύς στα ανθοπωλεία να δώσουν τις παραγγελιές τους. Διαλέγουν με σχολαστικότητα τα μπουκέτα με κόκκινα ή κίτρινα τριαντάφυλλα, στη μια διεύθυνση –του σπιτιού τους- η ανθοδέσμη θα πάει στολισμένη με μια καρδιά που αιμορραγεί, στην άλλη διεύθυνση –την κρυφή- με την παραγγελιά αφήνουν στον ανθοπώλη κι ένα μικροσκοπικό στριγκ ή ένα κόσμημα που θα στολίσει ανάλογα την ανθοδέσμη κι ένα σημείωμα «αύριο θα τα πούμε». Γιατί το βράδυ θα πάρουν τη σύζυγο στο εστιατόριο με valentine μενού αλά καρτ ή σε κάποιο ξενοδοχείο, σε πακέτο weekend διαμονή για έρωτες που επιβάλλει το καθήκον!

Το ξέρατε εσείς πως αυτά τα δωράκια πάνε ανώνυμα; Εγώ που είμαι της παλιάς σχολής μόλις χτες το έμαθα!

Οι προθήκες των καταστημάτων με τις τεράστιες παραφουσκωμένες καρδιές θέτουν τη δική μας σε συναγερμό. Γιατί τελικά ο Άγιος Βαλεντίνος δεν είναι ο άγιος του έρωτα αλλά της εξέγερσης, του πανικού και του στρες.

«Προφταίνω, δεν προφταίνω να βρω κάποιον να του αρέσω, να με κοιτάξει στα μάτια, μέχρι του Αγίου Βαλεντίνου, βοήθειά του;» Δεν έχει σημασία που στις 12 ή στις 13 δεν είμαι ερωτευμένη, αλλά ούτε αν στις 15 θα παραμείνω ερωτευμένη, γιατί το κρατούμενο είναι να είμαι στις 14, του Αγίου Βαλεντίνου για να νιώσω αυτή την απογείωση που κάποιος θα μου στείλει ανώνυμη γλάστρα με μια καρδούλα I love you».

Εγώ που είμαι της παλιάς σχολής νομίζω πως θα ΄ταν καλύτερα αυτή τη μέρα να μην γιορτάζαμε τον έρωτα αλλά την «αγάπη». Να ξυπνούσαμε πρωί στις 14 του Φλεβάρη και να λέγαμε καθοδόν για τη δουλειά μας σ’ όσους συναντάμε στο δρόμο μας «σας αγαπώ». Να κάναμε ένα μικρό πέρασμα απ’ το σπίτι των γονιών μας και να πούμε «σας αγαπώ», να τηλεφωνούσαμε στα παιδιά, στα εγγόνια στους φίλους μας και να ακουστούν σε μια μέρα χιλιάδες α γ α π ώ! Ίσως το Σύμπαν ακούγοντας την κραυγή μας άλλαζε την κακοριζικιά μας και να εξορκίζαμε τις κακίες και τα μίση. Ίσως πάλι και να ακούγομαι πολύ ρομαντική, δεν ξέρω. Σας είπα είμαι της παλιάς σχολής! Αλλά σίγουρα σας αγαπώ!