Κάποτε αναρωτιέμαι πώς θα έμοιαζε ο κόσμος αν ο κάθε ‘νας από εμάς μπορούσε να διαλέξει το φύλο, την εθνικότητα και το χρώμα του. Να μην υπήρχαν οι υποχρεωτικά χαρισματικοί ή υποχρεωτικά παραγνωρισμένοι. Ο κάθ’ ένας να είναι αυτό που θέλει. Αν είχαμε αυτό το δικαίωμα πιστεύω πως ο κόσμος θα ήταν πιο χαρούμενος και πιο ευτυχισμένος, γιατί η ταυτότητά του θα ΄ταν δική του επιλογή.
Αναρωτιέμαι γιατί οι άνθρωποι ενώ γνωρίζουν πως κάποιες επιλογές τους θα έχουν επιπτώσεις στη ζωή άλλων ατόμων και μπορεί να προκαλέσουν λύπη ή πόνο, εξακολουθούν να τις κάνουν, σκεπτόμενοι μονάχα τη δική τους ικανοποίηση. Κι εννοώ τα παιδιά μιγάδες, που οι λευκοί έσπειραν στην Αφρική και άφησαν πίσω τους χωρίς όνομα, χωρίς αναγνώριση και διεκδικούν μόνα τις ρίζες και την ταυτότητά τους.
Η Αφρική είναι μια χώρα γεμάτη μαγεία και έπαρση, αν δεν την αγαπήσει κάποιος γι αυτό που είναι, είναι αδύνατο να ζήσει κάτω απ’ το λαμπερό ουρανό της, γιατί η δύναμη της φλόγας της, του τσουρουφλίζει την καρδιά. Η αγκαλιά της μοιάζει με ένα απέραντο χταπόδι, που αν σε κλείσει σφικτά στα πλοκάμια της μπορεί να σε συνθλίψει. Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να είναι πόλος έλξης γι αυτούς που προσδοκούν μια οικονομική και κοινωνική ανέλιξη. Ξεκινούν με το φόβο για το άγνωστο, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε απρόοπτο, κι επικίνδυνο, έτοιμοι να αγαπήσουν, να πονέσουν και να κατακτήσουν ό,τι βρεθεί στο δρόμο τους.
Τα παλιά χρόνια ξεκινούσαν με βαπόρια για να καταλήξουν στη Μασσαλία ή στο Λίβερπουλ και από εκεί σε χώρες του West Coast. Από λιμάνι σε λιμάνι. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες. Το τροπικό κλίμα με τη ψηλή θερμοκρασία, την υγρασία και συχνά τα ξεσπάσματα της τροπικής καταιγίδας, έβαζαν σε τρομερούς κινδύνους τη ζωή τους. Αρρώστιες όπως μαλάρια, φυματίωση, παράσιτα, λέπρα θέριζαν καθημερινά. Σοφά οι άνθρωποι στα παλιά χρόνια ονόμαζαν την Αφρική «φέρετρο του λευκού».
Γι αυτούς τους λόγους οι άντρες έφευγαν μόνοι αφήνοντας πίσω γυναίκες και παιδιά, έτοιμοι να παλέψουν με τα τέρατα της φύσης για να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στην οικογένεια τους. Πίστευαν πως μόνοι μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα πιο εύκολα στις αντίξοες συνθήκες. Στα πιο παλιά χρόνια τα μέσα επικοινωνίας ήταν ανύπαρκτα. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα και τα γράμματα έκαναν μήνες να φτάσουν στον προορισμό τους. Έτσι οι οικογένειες ήταν καταδικασμένες να ζουν χρόνια ολόκληρα στην αποστασιοποίηση και τη σιωπή.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της χαώδους μοναξιάς, οι άνδρες αποζητούσαν την συντροφιά της αφρικανής γυναίκας. Κι αυτό όχι γιατί απαρνιούταν την οικογένεια τους, αλλά από ανάγκη να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες. Απ’ αυτές τις σχέσεις γεννιούνται παιδιά μιγάδες. Παιδιά που δεν είναι μαύρα, που δεν είναι λευκά μα που έχουν ομορφιά κι εξυπνάδα. Κάποια μέρα οι λευκοί επιστρέφουν στην πατρίδα τους, κοντά στις οικογένειες τους. Τα παιδιά μιγάδες αν είναι τυχερά μπορεί να πάρουν το όνομα του πατέρα και κάποια περιουσία, αν όχι εγκαταλείπονται στη μοίρα τους και η ύπαρξή τους θα μείνει εφτασφράγιστο μυστικό.
Για χρόνια με βασανίζει πάντα το ίδιο ερώτημα. Ποια είναι η κατάληξη των παιδιών χωρίς ταυτότητα, στη σημερινή εποχή της επιμόρφωσης και της εύκολης συγκοινωνίας; Οι άνθρωποι στις μέρες μας διασχίζουν τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη σε μια συνεχή αναζήτηση. Πιο είναι το σημείο επαφής των παιδιών χωρίς όνομα με αυτούς που τα γέννησαν;
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αποκλειστικότητα της Αφρικής. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι έβαλαν πλώρη για μακρινές πατρίδες ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή, παρόμοιες ιστορίες ακούγονται όλο και πιο συχνά. Είναι ιστορίες που οι οικογένειες τις σιγοψιθυρίζουν, φροντίζοντας να μην διαρρεύσουν και διαταραχθεί η κοινωνική τους υπόσταση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου