Συνέντευξη στο Vlepo με την Κατερίνα Σαμψώνα

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Ποίηση Νίκης Λαδάκη Φιλίππου

Η 21η του Μάρτη έχει καθιερωθεί σαν παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Μάταια εδώ και δυο μέρες προσπαθώ να συντονιστώ με ΄κείνες τις ευαίσθητες κεραίες που κάποτε με έκαναν να γράφω στίχους. Ψάχνω απεγνωσμένα μέσα μου να βρω κάτι ευαίσθητο, κάτι τρυφερό, ένα ερέθισμα ποιητικό τέλος πάντων, μα οι εικόνες που εκτοξεύονται μέσα από την τηλεόραση γεμίζουν παγωνιά και φόβο τη ψυχή μου. Εδώ και δυο μέρες κάθομαι άβουλη στον καναπέ και παρακολουθώ απεγνωσμένα το μακελειό στη Λιβύη, βλέπω τους πυραύλους Κρουζ να ταξιδεύουν σαν πεφταστέρια στο νύχτωμα να κτυπούν αμάχους και παιδιά να πέφτουν αιμόφυρτα πριν προλάβουν καν να ονειρευτούν… Έμεινα άφωνη από τις προκλητικές δηλώσεις του Καντάφι να υπόσχεται πως δεν θα σταματήσει να μάχεται έστω και αν σκοτωθεί και ο τελευταίος πολίτης, το τελευταίο παιδί και μέχρι να στραγγίξει και η τελευταία σταγόνα αίμα από τη χώρα του… Από πού να αντλήσω στίχους; Μέσα από το αίμα που γίνεται ποτάμι ή το δάκρυ της μάνας που αποχαιρετά τη ζωή;

Την ίδια στιγμή η πόλη της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία λουσμένη ραδιενέργεια αδειάζει σιωπηλά, προσπαθώντας να προστατεύσει τους απομείναντες. Μολυσμένο το νερό, μολυσμένο το γάλα και τα λαχανικά. Από πού να αντλήσω στίχους; Μέσα από τη στωικότητα του παιδιού που αποχαιρετά τους νεκρούς συμμαθητές του ξέροντας πως το παιγνίδι του εγκέλαδου δεν έχει ακόμα τελειώσει; Μέσα από την πολιτισμένη αξιοπρέπεια ενός λαού που έμαθε από τα γεννοφάσκια του να υπομένει με καρτερικότητα;

Αυτές οι εικόνες με φέρουν στα μονοπάτια των στίχων της αξιόλογης ποιήτριας και αγαπημένης μου φίλης Νίκης Λαδάκη Φιλίππου που έφυγε από τη ζωή πριν από 8 χρόνια:

Ριγώ κι ακούω…

να με φωνάζουν τα πουλιά-παιδιά.

Είσαι καρδιά μου ένα πουλί

που του χαλάσαν τη φωλιά

κι όλα τα πουλιά, όλα τα φιλιά

έχουν φωλιά την ορφανιά.

Είσαι καρδιά μου ένα πουλί

που του χαλάσαν τη φωλιά

κι όλα τα πουλιά, όλα τα φιλιά

έχουν φωλιά τον κόρφο σου.

********

Ρίγος πανάρχαιο

τρέμει μέσα

από καινούργιους πόρους

με πολύ ιδρώτα

κρυμμένο στ’ άψυχα

και το μούσκο

που κατεβαίνει από το βουνό

και μπαίνει μέσα στα μάτια

και τα γεμίζει πληγές

τα νεκρώνει

και γίνεται ένα με το ποτάμι

που φιλά τα σπλάχνα της γης

και πνίγεται στη ζέση

της θάλασσας.

Στίχοι που θα είναι επίκαιροι μέσα στην αιωνιότητα γιατί ο κόσμος θα παραμείνει πάντα ίδιος να ανακυκλώνεται μέσα στις ίδιες συμφορές μέσα στο ίδιο δάκρυ και αίμα.





Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Εκείνα τα παιδιά τα χωρίς ταυτότητα, τι απόγιναν;



Κάποτε αναρωτιέμαι πώς θα έμοιαζε ο κόσμος αν ο κάθε ‘νας από εμάς μπορούσε να διαλέξει το φύλο, την εθνικότητα και το χρώμα του. Να μην υπήρχαν οι υποχρεωτικά χαρισματικοί ή υποχρεωτικά παραγνωρισμένοι. Ο κάθ’ ένας να είναι αυτό που θέλει. Αν είχαμε αυτό το δικαίωμα πιστεύω πως ο κόσμος θα ήταν πιο χαρούμενος και πιο ευτυχισμένος, γιατί η ταυτότητά του θα ΄ταν δική του επιλογή.

Αναρωτιέμαι γιατί οι άνθρωποι ενώ γνωρίζουν πως κάποιες επιλογές τους θα έχουν επιπτώσεις στη ζωή άλλων ατόμων και μπορεί να προκαλέσουν λύπη ή πόνο, εξακολουθούν να τις κάνουν, σκεπτόμενοι μονάχα τη δική τους ικανοποίηση. Κι εννοώ τα παιδιά μιγάδες, που οι λευκοί έσπειραν στην Αφρική και άφησαν πίσω τους χωρίς όνομα, χωρίς αναγνώριση και διεκδικούν μόνα τις ρίζες και την ταυτότητά τους.

Η Αφρική είναι μια χώρα γεμάτη μαγεία και έπαρση, αν δεν την αγαπήσει κάποιος γι αυτό που είναι, είναι αδύνατο να ζήσει κάτω απ’ το λαμπερό ουρανό της, γιατί η δύναμη της φλόγας της, του τσουρουφλίζει την καρδιά. Η αγκαλιά της μοιάζει με ένα απέραντο χταπόδι, που αν σε κλείσει σφικτά στα πλοκάμια της μπορεί να σε συνθλίψει. Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να είναι πόλος έλξης γι αυτούς που προσδοκούν μια οικονομική και κοινωνική ανέλιξη. Ξεκινούν με το φόβο για το άγνωστο, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε απρόοπτο, κι επικίνδυνο, έτοιμοι να αγαπήσουν, να πονέσουν και να κατακτήσουν ό,τι βρεθεί στο δρόμο τους.

Τα παλιά χρόνια ξεκινούσαν με βαπόρια για να καταλήξουν στη Μασσαλία ή στο Λίβερπουλ και από εκεί σε χώρες του West Coast. Από λιμάνι σε λιμάνι. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες. Το τροπικό κλίμα με τη ψηλή θερμοκρασία, την υγρασία και συχνά τα ξεσπάσματα της τροπικής καταιγίδας, έβαζαν σε τρομερούς κινδύνους τη ζωή τους. Αρρώστιες όπως μαλάρια, φυματίωση, παράσιτα, λέπρα θέριζαν καθημερινά. Σοφά οι άνθρωποι στα παλιά χρόνια ονόμαζαν την Αφρική «φέρετρο του λευκού».

Γι αυτούς τους λόγους οι άντρες έφευγαν μόνοι αφήνοντας πίσω γυναίκες και παιδιά, έτοιμοι να παλέψουν με τα τέρατα της φύσης για να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στην οικογένεια τους. Πίστευαν πως μόνοι μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα πιο εύκολα στις αντίξοες συνθήκες. Στα πιο παλιά χρόνια τα μέσα επικοινωνίας ήταν ανύπαρκτα. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα και τα γράμματα έκαναν μήνες να φτάσουν στον προορισμό τους. Έτσι οι οικογένειες ήταν καταδικασμένες να ζουν χρόνια ολόκληρα στην αποστασιοποίηση και τη σιωπή.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της χαώδους μοναξιάς, οι άνδρες αποζητούσαν την συντροφιά της αφρικανής γυναίκας. Κι αυτό όχι γιατί απαρνιούταν την οικογένεια τους, αλλά από ανάγκη να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες. Απ’ αυτές τις σχέσεις γεννιούνται παιδιά μιγάδες. Παιδιά που δεν είναι μαύρα, που δεν είναι λευκά μα που έχουν ομορφιά κι εξυπνάδα. Κάποια μέρα οι λευκοί επιστρέφουν στην πατρίδα τους, κοντά στις οικογένειες τους. Τα παιδιά μιγάδες αν είναι τυχερά μπορεί να πάρουν το όνομα του πατέρα και κάποια περιουσία, αν όχι εγκαταλείπονται στη μοίρα τους και η ύπαρξή τους θα μείνει εφτασφράγιστο μυστικό.

Για χρόνια με βασανίζει πάντα το ίδιο ερώτημα. Ποια είναι η κατάληξη των παιδιών χωρίς ταυτότητα, στη σημερινή εποχή της επιμόρφωσης και της εύκολης συγκοινωνίας; Οι άνθρωποι στις μέρες μας διασχίζουν τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη σε μια συνεχή αναζήτηση. Πιο είναι το σημείο επαφής των παιδιών χωρίς όνομα με αυτούς που τα γέννησαν;

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αποκλειστικότητα της Αφρικής. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι έβαλαν πλώρη για μακρινές πατρίδες ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή, παρόμοιες ιστορίες ακούγονται όλο και πιο συχνά. Είναι ιστορίες που οι οικογένειες τις σιγοψιθυρίζουν, φροντίζοντας να μην διαρρεύσουν και διαταραχθεί η κοινωνική τους υπόσταση!





Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Όπου και να ΄σαι, σ' αγαπώ


Η Θάλεια Κουνούνη ήταν για μένα μια έκπληξη. Την γνώρισα το 2009 όταν παρουσιάστηκε μπροστά μου σε κάποια εκδήλωση και είπε «ήρθα από τη Λεμεσό για να σε γνωρίσω». Είχε μια όψη φωτεινή και αισιόδοξη που με έκανε να θέλω να ακούσω πάρα κάτω. Μόλις είχε κυκλοφορήσει το πρώτο της βιβλίο από τις εκδόσεις Λιβάνη «Το τέλος ήταν μόνο η αρχή» και ήταν πράγματι αυτή η συνάντηση η αρχή μιας φιλίας και εκτίμησης που κτίσαμε όρθιες με μια ζεστή χειραψία. Ακολούθησε το βιβλίο της «Κράτα με η κιβωτός σαλπάρει» και τώρα κρατώ στα χέρια μου το τρίτο της βιβλίο από τις Εκδόσεις Λιβάνη «Όπου και να ΄σαι σ’ αγαπώ».

Στον πρόλογό της με ένα εξομολογητικό τρόπο προσπαθεί να ξετυλίξει το νήμα μπερδεμένων σκέψεων γύρο από τη συγχώρεση, κρατώντας κάποια λόγια που άκουσε μικρή.

«Αν κάποιος σου κάνει κακό εν βρασμώ ψυχής, να τον συγχωρήσεις. Αν όμως σκεφτεί το κακό που θέλει να σου κάνει, κοιμηθεί και ξυπνήσει και το πράξει, τότε να μην τον συγχωρήσεις ποτέ».

«Όταν ήμουν πολύ μικρή – λέει στη συνέχεια- τα λόγια αυτά φάνταζαν απλά. Αργότερα όμως, όταν μεγάλωσα και τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα ήρθαν να μου κάνουν συντροφιά, κατάλαβα πόσο περίπλοκο ήταν αυτό που άκουσα. Πρώτα συνειδητοποίησα πως η γιατρειά του κακού δεν έχει πάντα να κάνει με τον υπαίτιο. Κάποιες φορές…ναι. Βρίσκεις τον ένοχο, παλεύεις, θεραπεύεσαι. Ακόμη όμως κι αν δεν γιατρευτείς, λυτρώνεσαι όταν με τον τρόπο σου τιμωρείς. Ή όταν με τον τρόπο σου συγχωρείς».

Μέσα σ’ αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα ξετυλίγεται και η ιστορία του καινούργιου μυθιστορήματος της Θάλειας Κουνούνη «Όπου και να ΄σαι, σ’ αγαπώ». Μια απροσδόκητη απαγωγή στο λιμάνι του Πειραιά το 1991, γίνεται αφορμή να διαλυθεί μια ευτυχισμένη οικογένεια. Το ζεύγος Παυλίδη μπαίνει στο επταθέσιο τζιπ με τα πέντε παιδιά του για μια βόλτα στο λιμάνι του Πειραιά. Κι ενώ τα παιδιά αγοράζουν παγωτό, εξαφανίζεται μπρος στα μάτια τους η μικρότερη κόρη της οικογένειας, η Ιωάννα. Ποτέ κανείς δεν κατάφερε να μάθει οτιδήποτε για την εξαφάνιση. Η μητέρα μη αντέχοντας τον πόνο μέσα σε μια αλλοφροσύνη θεωρεί υπαίτιους της εξαφάνισης τον άντρα και τα παιδιά της. Τους διώχνει από κοντά της. Στα αυτιά του δεκαπεντάχρονου Μάρκου θα ηχεί για πολλά χρόνια η κραυγή της «φύγε, δεν θέλω να σε βλέπω». Με ένα σωρό τραύματα θα ζήσει μια κουτσουρεμένη εφηβεία που θα τον σπρώχνει όλο και πιο μακριά. Η οικογένεια σκορπίζει κουβαλώντας ο καθένας το δικό του μαρτύριο, τις δικές του ανασφάλειες για τη ζωή. Ο Παύλος καταφέρνει να γίνει γιατρός μα στη ζωή του όλα σταματάνε εκεί που ακούει το όνομα Ιωάννα. Ακόμα και ο γάμος του διαλύεται γιατί φοβάται να αποκτήσει παιδιά. Η μεγαλύτερη κόρη, η Άννα με μια στωικότητα επιλέγει να ανεχτεί την αλλοφροσύνη της μάνας και εγκαταλείπει τις σπουδές και ό,τι άλλο είχε στη ζωή της και μένει να εκτελεί χρέη νοσοκόμας. Μόνο η Δέσποινα κατάφερε να γίνει δικηγόρος και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Ο Αποστόλης, αποκομμένος από την οικογένεια του βυθίζεται σε μια παράλογη σιωπή.

Τι είναι αυτό που μπήκε ανάμεσά τους και τους κρατά σε τόση αποξένωση; Η υποψία, ο φόβος ή η ανασφάλεια; Την απάντηση θα δώσει η Βίβιαν, μια πόρνη πολυτελείας που μπήκε αναπάντεχα στη ζωή του Αποστόλη και θα φέρει τα πάνω κάτω. Θα τον πείσει να δώσει ένα δείπνο για τα γενέθλιά του και να καλέσει τα παιδιά του. Σ’ αυτό το δείπνο το παρελθόν που τόσο επίμονα κρατάνε στη σιωπή, θα βγει στην επιφάνεια να επουλώσει πληγές και θα βρουν ξανά τη δύναμη να πάρουν τη ζωή τους πάρα πέρα… Η παρουσία της Μαργαρίτας που μπήκε αναπάντεχα στη ζωή του Παύλου θα τον υποχρεώσει να κάνει την αυτοκριτική του και να σκεφτεί τα λάθη και να ξαναβρεί την αυτοεκτίμησή του.

Η Θάλεια Κουνούνη-Πολυβίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Ζει μαζί με το σύζυγο και τα τρία τους παιδιά στην Κύπρο. Έχει σπουδάσει Ακουολογία στο Λονδίνο και σήμερα διευθύνει εταιρεία που έχει αντικείμενο τον έλεγχο και την ενίσχυση της ακοής.