Συνέντευξη στο Vlepo με την Κατερίνα Σαμψώνα

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Τα ξέδετα κορδόνια

Στις 27 Σεπτεμβίου 2011 ο Όμιλος Φίλων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Στροβόλου και οι Εκδόσεις Πάργα τίμησαν τη συγγραφέα παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας Κίκα Πουλχερίου για τα 35 χρόνια εκδοτικής παρουσίας. Σε αυτή τη γιορτή είχα την χαρά να παρουσιάσω το τελευταίο της βιβλίο από τις εκδόσεις Πατάκη Τα ξέδετα κορδόνια. Σας μεταφέρω την ομιλία μου όπως έγινε.

Για την Κίκα Πουλχερίου το γράψιμο είναι τρόπος ζωής. Στα τριανταπέντε χρόνια δημιουργικής δράσης στην Παιδική και νεανική λογοτεχνία έχει καταπιαστεί επάξια με όλα τα είδη πεζογραφίας (διήγημα, μυθιστόρημα, παραμύθι και θέατρο) έχει στο ενεργητικό της περισσότερα από είκοσι βιβλία, πολλά από τα οποία έχουν αποσπάσει διακρίσεις στην Κύπρο και το εξωτερικό. Υπήρξε καταξιωμένη δασκάλα και διευθύντρια στη δημοτική εκπαίδευση. Αυτή της η ιδιότητα τη βοηθά να διεισδύει στο χώρο σκέψης και ψυχισμού του παιδιού και να αποτυπώνει εύστοχα τις ιστορίες της. Για δεκατρία χρόνια υπηρέτησε τον Σύνδεσμο Παιδικού Νεανικού Βιβλίου (1993-2006) δίνοντας έντονη την παρουσία της στην ανέλιξη της Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας του τόπου. Το έργο της Κίκας Πουλχερίου υποβλήθηκε από τους επίσημους φορείς ως υποψήφιο για το Βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.

Ο καθαρός τρόπος γραφής της, η γλωσσική αρτιότητα, η κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις και η διεισδυτική ματιά στα γεγονότα είναι τα χαρακτηριστικά των έργων της Κίκας που το έχουν κάνει να αγαπηθεί από μικρούς και μεγάλους τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Απευθύνεται συνήθως σε παιδιά και έφηβους, πάντα όμως διαβάζεται με ευχαρίστηση και από ενήλικες. Εμπνέεται συνήθως από προσωπικές ιστορίες αλλά και από το περιβάλλον. Τα θέματα που πραγματεύεται είναι καθημερινά και πανανθρώπινα.



«Τα ξέδετα κορδόνια» από τις Εκδόσεις Πατάκη, είναι ένα ακόμα μυθιστόρημα της συγγραφέως που μέσα σε 109 σελίδες αποτυπώνει σκέψεις, προβληματισμούς, σχέσεις παιδιών στο σχολείο, συγκρούσεις, φιλίες ακόμα και νεανικούς έρωτες των μικρών ηρώων. Με πολύ εύστοχο τρόπο προσεγγίζει το θέμα των φυλετικών διακρίσεων, ένα κοινωνικό θέμα που ταλανίζει πολύ συχνά τη σημερινή εποχή.



Ο πολύ πετυχημένος τίτλος «Τα ξέδετα κορδόνια» εκφράζει μια αίσθηση ελευθερίας, ανεμελιάς ή και μιας μικρής επανάστασης απέναντι στα «πρέπει» των μεγάλων. «Στέφανε, Στέφανε, δέσε τα κορδόνια σου! Θα πέσεις» μου φωνάζει η μαμά, ο μπαμπάς, η γιαγιά, ο παππούς, ακόμα και η μικρή μου αδερφή η Λίλη. Όλο δέσε τα κορδόνια σου, δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει όλους κι όμως να που εγώ δεν πέφτω, έχω εξασκηθεί να περπατάω με ξέδετα κορδόνια».

Ο Στέφανος είναι το παιδί «σπασίκλας» που του αρέσει το διάβασμα και καταφεύγει συχνά σε προβληματισμούς για τη ζωή, αλλά δεν του αρέσει η γυμναστική, το βρίσκει εντελώς ανόητο να τρέχει πίσω από μια μπάλα. Προκειμένου να αποφύγει το παιγνίδι σκαρφίζεται κοιλόπονους κι ένα σωρό άλλες δικαιολογίες.

Ο Αλέξανδρος είναι εντελώς αντίθετος χαρακτήρας, είναι ο πιο άτακτος της τάξης, έχει μαγκιά και όλοι τον παραδέχονται. Ανάμεσά τους υπάρχει μια ανταγωνιστικότητα επικράτησης. Αυτό θα φανεί όταν μια μέρα παρουσιάστηκε στην τάξη η νέα μαθήτρια «Τη λένε Λαρίσα Παβλόβ και είναι από τη Ρωσία. Δεν ξέρει καλά ελληνικά και θα την βοηθήσουμε όλοι μαζί να μάθει σύντομα» ανακοίνωσε η κυρία Φανή, η δασκάλα. Τότε τα παιδιά γέλασαν. Εδώ η συγγραφέας δίνει με εύστοχες ατάκες το κλίμα που επικρατεί στην μικρή κοινωνία των παιδιών με τις ρατσιστικές διαθέσεις, τις μικρές κακίες, τις ζήλιες και τους παραλογισμούς. «Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η Λαρίσα» αποφάσισε ο Αλέξανδρος. Ο Στέφανος στην αρχή δεν μίλησε, άρχισε να την περιεργάζεται, είναι ψηλή, ξανθή, και το πρόσωπό της χλωμό σαν να μην είχε πάει ποτέ στη θάλασσα για να τη μαυρίσει ο ήλιος. Φαινόταν αλλιώτικη από τα κορίτσια που ήξερε μέσα στο λευκό της φόρεμα με εκείνο το δαντελένιο γιακαδάκι και τα σκούρα γαλάζια μάτια. Θέλει να πει στον Αλέξανδρο πως σ’ αυτόν αρέσει, αλλά φοβάται μην του πει πως την αγαπάει κιόλας. Ενώ αντίθετα η Ίριδα θα πει «Αυτή η Λαρίσα είναι ένας βλάκας και μισός».

Και αρχίζει ένα μικρό μαρτύριο για τη ξένη μαθήτρια. Στο διάλειμμα μια παρέα παιδιών με αρχηγό τον Αλέξανδρο της φράζουν το δρόμο και της φωνάζουν «Κάτω η Ρωσία. Δεν θα περάσεις Μόσκοβιτς, εμείς θα γράψουμε ιστορία». Η Λαρίσα στέκει ασάλευτη, κρύβει με τα χέρια το πρόσωπο και κλαίει απαρηγόρητη. Αυτό ο Στέφανος δεν θα το αφήσει έτσι, παραμερίζει τις ντροπές και ορμάει να την υπερασπιστεί. Αυτό βέβαια δεν θα τελειώσει εδώ.

Διαβάζω ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο της Λαρίσας.

Μέχρι πριν λίγο καιρό, εγώ η μαμά κι ο μπαμπάς ζούσαμε στη Μόσχα και ήμασταν μια χαρά. Τώρα έχουμε φύγει κι εδώ που έχουμε έρθει δεν έχω κανένα φίλο. «Γιατί ήρθαμε; Ρωτώ κάθε μέρα τη μαμά. «Γιατί εδώ είναι η πατρίδα του μπαμπά, μου λέει «και ύστερα μην ξεχνάς πως εδώ ο μπαμπάς μπορεί να έχει μια καλύτερη δουλειά και έτσι θα έχουμε περισσότερα χρήματα».

Εγώ ακούω και σωπαίνω. Δε λέω τίποτα, μην την κάνω να λυπηθεί, όμως η μαμά, όπως όλες οι μαμάδες, καταλαβαίνει. Με αγκαλιάζει και μου λέει: Μη λυπάσαι θα συνηθίσεις σιγά σιγά. Θα κάνεις φίλους και όλα θα είναι πάλι μια χαρά». Μπορεί να έχει δίκιο η μαμά, όμως εγώ δεν μπορώ να ησυχάσω. Νομίζω πως τα παιδιά στο σχολείο δεν μ’ αγαπάνε και δε με θέλουν στα παιχνίδια τους. Γι αυτό κάθε διάλειμμα πάω και στέκομαι ολομόναχη κάτω από τις πασχαλιές και κοιτάω τους άλλους που παίζουν ή τρέχουν πάνω κάτω στην αυλή. Η Ίρις, που κάθεται δίπλα μου στο θρανίο, δε με βοηθά καθόλου. Σκύβει πάνω από τα τετράδιά της και κρύβει με τα χέρια της αυτά που γράφει μην τύχει και τα δω. Ξέρω όμως πως μια μέρα θα τα καταφέρω μονάχη μου.

Απ’ όλα τα παιδιά ξεχωρίζω ένα αγόρι. Το λένε Στέφανο και είναι κοντούλης και μικροκαμωμένος. Φοράει γυαλάκια και μου θυμίζει το φίλο μου τον Ζένκα. Είναι και ένα άλλο αγόρι που το λένε Αλέξανδρο. Μιλάει πολύ και κάνει συνέχεια φασαρία. Κάθε φορά που με συναντά, κολλάει τις χούφτες του στα αυτιά του και μου κάνει «μπου, μπου» μουγκρίζοντας. Άλλες φορές με κυνηγάει κι εγώ τον φοβάμαι. Αρχίζω να τρέχω και, όταν ξεμακρύνω αρκετά, τολμώ και γυρίζω το κεφάλι πίσω για να δω αν με ακολουθεί. Εκείνος βάζει τα χέρια του χωνί στο στόμα και μου φωνάζει: «Αρκουδίτσα, που θα μου πας; Θα σε πιάσω».

Η συγγραφική ματιά μετατοπίζεται τώρα σ’ ένα σπιτάκι με κήπο, όπου ο ήρωας της ιστορίας θα αφεθεί σε μια πιο συναισθηματική ενδοσκόπηση. Είναι το σπίτι του Μπάρμπα Θωμά, πλάι στο σπίτι του Στέφανου. Μικρός περνούσε πολλές ώρες μαζί του, άκουγε ιστορίες και έβαζαν μαζί νερό και τροφή στα πουλάκια. Από τότε που πέθανε ο μπάρμπας, επικρατεί παντού σιωπή. Αυτή η μοναξιά βοηθά το Στέφανο να ανακαλύψει καινούργια αισθήματα και σκέψεις που τρυγούν το μυαλό του. Δεν παύει ούτε λεπτό να σκέφτεται το κορίτσι με τα γαλάζια μάτια. Κάτι έχει αλλάξει μέσα του, δεν ξέρει να πει τι… Εδώ η συγγραφέας αποδίδει με ωραίο τρόπο το πρώτο σκίρτημα της αγάπης στα χρόνια της αθωότητας.

Αυτή η ανακάλυψη δίνει άλλη υπόσταση στη ζωή του Στέφανου. Βλέπουμε τον Στέφανο να λαμβάνει μέρος στον ποδοσφαιρικό αγώνα και να δείχνει έντονα τα συναισθήματά του όταν συμβαίνει κάποιο ατύχημα στη Λαρίσα εξ υπαιτιότητάς του. Αυτό το εκμεταλλεύεται ο Αλέξανδρος και γράφει στον πίνακα «Ο Στέφανος αγαπάει τη Λαρίσα». Αυτό έγινε αφορμή να ξεσπάσει ένας μεγάλος καυγάς ανάμεσα στα δύο αγόρια. Ο Στέφανος εκδικείται τον φίλο του βάζοντας μπανανόφλουδες στη τσάντα του. Για την πράξη αυτή κατηγορήθηκαν δύο άλλοι μαθητές. Τα αισθήματα ενοχής του Στέφανου και ο τρόπος προσέγγισης της μητέρας του όταν της εξομολογείται την πράξη του είναι ένα σημείο που οι μικροί αναγνώστες πρέπει να εντοπίσουν. Η κατανόησή της για τους λόγους που έσπρωξαν το παιδί της να εκδικηθεί αλλά και η υπόδειξή της πως έπρεπε να μαρτυρήσει την πράξη του και να κάνει το σωστό απέναντι στους συμμαθητές του που κατηγορήθηκαν άδικα είναι μια πράξη που τιμά την ίδια και το παιδί της. Δεν είμαι υπέρ των διδακτικών βιβλίων, αλλά όταν ο διδακτισμός βγαίνει αβίαστα μέσα από την ιστορία, τότε το αποτέλεσμα αποδίδει καρπούς. Και στην περίπτωση της Κίκας Πουλχερίου οι αξίες δίνονται τόσο αδιόρατα στη σωστή ώρα και με τον σωστό τρόπο.

Τελικά όπως σε όλες τις περιπτώσεις της πραγματικής ζωής, ένας μετανάστης για να κερδίσει τον σεβασμό και την αναγνώριση πρέπει να αποδείξει την αξία του με πράξεις. Έτσι έγινε και με τη Λαρίσα. Στο διαγωνισμό ταλέντων του σχολείου, τραγούδησε τόσο ωραία ένα τραγούδι της πατρίδας της έχοντας παρτενέρ το Στέφανο, που κέρδισε τις καρδιές των συμμαθητών της.

Αλλά και ο Αλέξανδρος τελικά δεν είναι ο μάγκας και ατρόμητος μαθητής που με τις αταξίες του ήθελε να επιβάλλεται στα άλλα παιδιά. Πίσω από τον εκρηκτικό του χαρακτήρα κρύβεται ένα παιδί ανασφαλή, στερημένο από την αγάπη και τη σιγουριά της πατρικής στοργής. Αυτό όταν το ανακαλύπτει ο Στέφανος, ο Αλέξανδρος θα έχει ήδη φύγει μακριά!

Κυρίες και κύριοι όσο κι αν φαίνεται πως ο κόσμος στις μέρες μας παρασύρεται από την τηλεόραση και το ιντερνετ και δεν διαβάζει, όση κι αν είναι η απαξίωση του βιβλίου, το βιβλίο γνωρίζει μια ιδιαίτερη άνθιση και ιδιαίτερα το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο. Μια επίσκεψη σ’ ένα βιβλιοπωλείο ή μια Βιβλιοθήκη αρκεί για να διαπιστώσουμε τον μεγάλο αριθμό βιβλίων που κυκλοφορούν κάθε χρόνο. Πριν μερικούς μήνες, μου εκμυστηρεύτηκε μια μητέρα «Ο γιός μου είναι δέκα χρονών και μέχρι πρόσφατα δεν είχε διαβάσει ούτε ένα βιβλίο, μέχρι τη μέρα που σας άκουσε να μιλάτε στο σχολείο για ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Το αγόρασε και το διάβασε μέσα σε δυο μέρες. Έκτοτε αναζητά όλο και περισσότερα βιβλία». Στην απλή αυτή δήλωση βρίσκεται όλη η μαγεία του διαβάσματος. Αν κάποιος την ανακαλύψει δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Πώς γίνεται αυτό; Μου είναι άγνωστο. Το μόνο που ξέρω είναι πως η παιδική και νεανική ηλικία είναι ιδανική για μια τέτοια αρχή. Και βιβλία όπως «Τα ξέδετα κορδόνια» μπορούν να συμβάλουν ώστε το παιδί να αγαπήσει τα βιβλίο.











2 σχόλια:

Eleni Tsamadou είπε...

Πολύ χαίρομαι Γιόλα μου που ήσουν εσύ που παρουσίασες την αγαπημένη μας Κίκα. Το ευαίσθητο γράψιμό της, η καθαρή της ματιά η ωραία γλώσσα, είναι μόνο λίγα από τα χάρίσματα της γραφής της. Αυτές τις μέρες θα παρουσιάσω και εγώ στο blog μου τα υπέροχα διηγήματά " Δίχως Καλοκαίρια" που με συγκίνησαν βαθειά.
Σε φιλώ

Yiola Papadopoulou είπε...

Καλώς την Έλλεν μου, χάθηκες. Συμφωνούμε απόλυτα για την ευαισθησία της Κίκας. Τα διηγήματά της Δίχως καλοκαίρια που είναι η πρώτη της απόπειρα να γράψει για ενήλικες είναι μια πολύ πετυχημένη προσπάθεια!