Συνέντευξη στο Vlepo με την Κατερίνα Σαμψώνα

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

O τελευταίος Αδερφός

   Μόλις τέλειωσα το βιβλίο της Νατάσας Αππανά "Ο τελευταίος αδερφός". Κρατάω ακόμα τη γλυκιά γεύση απ' τις τελευταίες εικόνες, τις τελευταίες φράσεις... Ομολογώ πως είχε χρόνια να πέσει ένα τέτοιο βιβλίο στα χέρια μου που να το διαβάζεις και να κρατάς την ανάσα, να προσπαθείς να διασφαλίσεις τις λέξεις σαν κάτι εύθραυστο και τρυφερό που σου χαϊδεύει τη ψυχή! Κρατάω ακόμα τη τρυφερή αγάπη των δύο παιδιών που μέσα από μια τραυματική φιλία αναλώνουν τον πόνο με τόση απλότητα χωρίς μελοδραματισμούς όπως κατορθώνει να τον αποδώσει με εξαιρετικό τρόπο η συγγραφέας σαν δείγμα γραφής.

  Δε με παραξευνεύει που το βιβλίο αυτό έχει πάρει Βραβείο Μυθιστορήματος της γαλλικής FNAC, βραβείο Αναγνωστών της εφημερίδας L' Express και βραβείο Culture et Bibliotheque Pour Tous.

   Η ιστορία ξετυλίγεται στο νησί του Μαυρικίου όταν ο Ρατζ μέσα στα άγονα και μοναχικά γηρατειά ανακαλεί μνήμες απ' τη ζωή του. Τότε που ήταν ένα εννιάχρονο αγόρι και μέσα σε άθλιες συνθήκες γνώρισε το Δαβίδ, ένα συνομήλικό του αγόρι διαφορετικού χρώματος και θρησκείας και που η φιλία τους σημάδεψε αναπανόρθωτα τη ζωή του.
   Το 1940 ένα πλοίο φτάνει στο νησί Μαυρίκιος, βρετανική αποικία εκείνη την εποχή, μεταφέροντας 1500 εκτοπισθέντες Εβραίους, από την Ευρώπη. Μαζί τους και ο μικρός Δαβίδ ορφανός από πατέρα και μητέρα. Κανείς δεν γνώριζε γι αυτούς τους κατατρεγμένους που αντί για καταφύγιο οι αρχές τους είχαν κλείσει στη φυλακή.
   Μέχρι την ηλικία των οχτώ χρονών ο Ρατζ ζούσε στο Βόρειο μέρος του νησιού στο χωριό Μαπού με τους γονείς και τα δυο του αδέρφια. Ήταν ένα φτωχό χωριό στην άκρη ενός τεράστιου κάμπου που φύτρωναν μπαμπού και ζαχαροκάλαμα. Οι άνθρωποι ζούσαν μέσα σε καλύβες φτιαγμένες από οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια των ανθρώπων μπαμπού, ψάθες, ξερή κοπριά αγελάδας. Οι άντρες δούλευαν στο εργοστάσιο ζαχαροποιίας που ήταν ψηλά στο λόφο και οι γυναίκες δούλευαν στα σπίτια των "αφεντικών". Τις δουλειές του σπιτιού αναλάμβαναν τα παιδιά. Η ζωή ήταν δύσκολη και γινόταν ακόμα δυσκολότερη αφού είχαν να αντιμετωπίσουν ένα βάναυσο και άγριο πατέρα. Το χωριό εννιά μήνες το χρόνο ήταν σκεπασμένο από μια παχιά κόκκινη σκόνη που εισχωρούσε σε κάθε πόρο του κορμιού τους. Παρ' όλα αυτά οι άνθρωποι προσεύχονταν να μη βρέξει γιατί οι καταιγίδες ήταν τόσο ορμητικές που δεν άφηναν τίποτα όρθιο. Μια ροή κόκκινης λάσπης πλημμύριζε τον καταυλισμό που κουβαλούσε ψόφιους αρουραίους και άλλα τρωκτικά που ήταν εγκλωβισμένα στους καλαμιώνες. Σε μια τέτοια καταιγίδα χάθηκαν ο Ανίλ και ο Βινόντ τα δυο αδέρφια του Ρατζ. Απ' εκείνη τη μέρα η μάνα του ήθελε να φύγει από εκείνο το καταραμένο μέρος που της πήρε τους δυο της γιούς. Όμως η οδηνηρή ανάμνηση του χαμού τους δε θα εγκαταλείψει ποτέ την τρυφερή καρδιά του Ρατζ.
   Ο Ρατζ και οι γονείς του μετακομίζουν στο κεντρικό μέρος του νησιού στο Μπω Μπασέν κοντά στη μεγάλη μυστηριώδη φυλακή όπου ο πατέρας του εργάζεται σαν δεσμοφύλακας. Μόνο που αντί για "επικίνδυνους, δραπέτες, εγκληματίες και κακούς" όπως υποστηρίζει ο βίαιος πατέρας, ο Ρατζ βλέπει να περιφέρονται στον περίβολο άνθρωποι ισχνοί σαν "λευκές σκιές". Μα πιο πολύ την προσοχή του τραβά ένα ισχνό αγόρι με ξανθές μπούκλες που περπατάει λίγο λοξά. Οι ματιές τους συναντώνται στα κρυφά και επεκτείνονται έξω απ' το φράκτη και μετατρέπονται σε μια φιλία που το διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο σμίγει και γίνεται μια σχέση βαθιάς αγάπης. Ο Δαβίδ γίνεται ο τελευταίος αδερφός του Ρατζ.
   Όταν όλα πια θα έχουν τελειώσει, ο Δαβίδ εμφανίζεται στο όνειρό του ηλικιωμένου πλέον Ρατζ κι αυτό θα του δώσει την αφορμή να βυθιστεί στην παιδική του ηλικία που άφησε ένα τραύμα που με τίποτα δεν μπορεί να επουλωθεί.

Αποσπάσματα:
"Και ήταν το σημάδι που περίμεναν τα δέντρα, τα σύννεφα και ο κόσμος γύρω μας. Σηκώθηκε άνεμος, διέσχισε το δάσος απ' άκρη σ' άκρη, όλα ρίγησαν και, γύρω μας, το δάσος τραγούδησε ένα μακρόσυρτο και ωραίο μοιρολόι. Χαμηλά, ξεφτισμένα και μαύρα σύννεφα σαν μοχθηρά φαντάσματα πέρασαν γρήγορα από πάνω μας, ενώ τα σύννεφα που ήταν κολλημένα στο θόλο του ουρανού πύκνωναν απειλητικά, όλο και περισσότερο. Οι κορυφές των δέντρων χόρευαν κόντρα στη χορογραφία των νεφών, ένα σμήνος πουλιά πέταξαν ξέφρενα κρώζοντας και, από πίσω μας, ξαφνικά ξεπρόβαλλε μια αστραπή και, όπως μου είχε μάθει να κάνω ο Ανίλ, μέτρησα για να ξέρω σε ποια απόσταση βρισκόταν ο κεραυνός. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα... Η γη σείστηκε και, σαν χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι, δεν μπορώ να πω γιατί μου συνέβη αυτό, σε μια στιγμή πήγα νοητά πίσω το χρόνο και άρχισα να ουρλιάζω. Βινόντ Ανίλ, Βινόντ Ανίλ!"

"Στο νοσοκομείο της φυλακής άκουγα τα ίδια μοιρολόγια στα γίντις και μου φαινόταν πως έβγαιναν μέσα από την καρδιά. Τα άκουγα την ίδια ώρα, τότε που τα πάντα είναι σκοτεινά και βασιλεύουνε τ' αστέρια, τότε που οι Εβραίοι έμεναν μόνοι και δεν μπορούσαν παρά να κοιτάξουν τη ζωή τους κατάματα και να πιαστούν από το παρελθόν τους. Κάποιος άρχιζε το τραγούδι και οι υπόλοιποι τον συνόδευαν, ποτέ πολύ δυνατά, ποτέ κραυγάζοντας, ποτέ για να φωνάξουν το οτιδήποτε, ήταν απλώς ένα μουρμουρητό μέσα από τα χείλη, ένα χάδι στη γλώσσα, ένα λιτό τραγούδι που άγγιζε απαλά το λαιμό και, εκτός από αυτό, εκτός από τη μουσική που κυμάτιζε στη φυλακή και στους βρόμικους και ελεεινούς τοίχους, τίποτα δεν σάλευε, και ήταν σαν μυστικό που το μοιράζονταν και που τους ένωνε, από νότα σε νότα, από ρεφρέν σε ρεφρέν. Μου είχε κάνει εντύπωση πως ακόμη και οι πιο ασθενικοί τραγουδούσαν χωμένοι στο κρεβάτι τους αλλά, στο κάτω κάτω, ίσως να ήταν κυρίως εκείνοι που το είχαν περισσότερο ανάγκη".

   Η αδύναμη φωνή του Δαβίδ υψωνόταν κατά μήκος του καμφορόδεντρου, οι γίντις λέξεις πλημμύριζαν την τροπική φύση, το εβραϊκό του τραγούδι τύλιγε κι εμένα, τον μικρό Ρατζ. Η φωνή του ήταν τόσο γαλήνια, οι λέξεις διαδέχονταν η μια την άλλη με φυσικό τρόπο, και αυτή η προσευχή εισχωρούσε μέσα μου για να βρει την καρδιά μου, και με ένωνε με τον κόσμο γύρω μου, λες και μέχρι τότε του ήμουν ξένος. Εκείνος ο θρήνος έμοιαζε να οξύνει την ομορφιά της φύσης, και θα τολμούσα να ισχυριστώ πως, στις  αναμνήσεις αυτές, ζώντας αυτά τα τρομερά και βάρβαρα γεγονότα, είχα την εντύπωση πως εκείνος ο θρήνος φανέρωνε με λόγια την ομορφιά της ζωής. Έστω κι αν δεν καταλάβαινα λέξη, τα μάτια μου βούρκωναν και, πιο πολύ από όλα, πιο πολύ κι από τις μέρες που περάσαμε μαζί, πιο πολύ κι από την ίδια την απόδρασή μας, εκείνη η στιγμή θα κρατάει για πάντα σφιχτό το δεσμό που μας ένωσε".

Η Νατάσα Αππανά γεννήθηκε το 1973 στον Μαυρίκιο. Ζει στο Παρίσι και εργάζεται για μια μη κυβερνητική οργάνωση. Έχει εκδώσει στον Gallimard άλλα τρία μυθιστορήματα:
Les Rochers de Poudre d' Or (2003 βραβείο FRO)
Blue Bay Palace (2004, μέγα Λογοτεχνικόβραβείο des Oceans Indien et Pacifque)
La Noce d' Anna (2005, Βραβείο Grand Public du Salon du Livre). 

Δεν υπάρχουν σχόλια: