Συνέντευξη στο Vlepo με την Κατερίνα Σαμψώνα

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Κασσάνδρα




Η παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Στυλιανού «Κασσάνδρα» θα γινόταν στις 22 Μαρτίου, όμως μας πρόλαβαν τα θλιβερά γεγονότα των Κυπριακών Τραπεζών που έφεραν τα πάνω κάτω στη ζωή μας και η εκδήλωση όπως και τόσες άλλες, αναβλήθηκε. Ωστόσο όσο άσχημα κι αν είναι τα πράγματα, και ο κόσμος έχει κουρνιάσει στο καβούκι του, εγώ σας παρουσιάζω το βιβλίο μέσα από το blog. Γιατί το βιβλίο είναι ένα παράθυρο που θα μένει πάντα ανοιχτό, να μας ταξιδεύει εκεί που βλέπουν τα μάτια της ψυχής μας και όχι εκεί που μπορεί να μας πάει η τσέπη μας.

Ο ερχομός ενός νέου βιβλίου στον κόσμο είναι ένα ευτυχές γεγονός! Ακολουθεί όλα τα στάδια της γέννησης. Υπάρχει η στιγμή της σύλληψης, όταν συλλαμβάνεται η ιδέα για τη δημιουργία του, η περίοδος της κυοφορίας – το μεγάλο διάστημα που αναπτύσσεται μέσα σου σαν ιδέα και μεγαλώνει, και η στιγμή της γέννησης. Ο αναγνώστης θα το υποδεχτεί σαν ένα νέο βιβλίο στον κόσμο του. Όσο για τον συγγραφέα πιστεύω πως η γέννηση κάθε νέου βιβλίου του, είναι ημέρα ενηλικίωσης και ωρίμανσης.

Είμαι ευτυχής που μου δίνεται σήμερα η ευκαιρία να παρουσιάσω το 4ο βιβλίο της αγαπητής φίλης Μαρίας Στυλιανού με αφορμή τη γέννηση της «Κασσάνδρα» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αναζητήσεις . Η Μαρία είναι γνωστή σε ευρύ κοινό για την δραστήρια και επιτυχημένη καριέρα της στα εκδοτικά δρώμενα του τόπου. Όμως αυτό δεν με εμποδίζει να σας ξεδιπλώσω το πολύπλευρο έργο της.


 
Γέννημα θρέμμα της Λεμεσού, έχει εκδηλώσει από πολύ νωρίς την αγάπη της για τις ξένες γλώσσες, τη μουσική και τα βιβλία. Αν και σπούδασε πληροφορική και Διοίκηση επιχειρήσεων, η καλλιτεχνική φύτρα που έκρυβε μέσα της από μικρή, την έσπρωξε να γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα. Η πρώτη της συγγραφική απόπειρα ήταν ένα ξέσπασμα συσσωρευμένων συναισθηματικών εμπειριών που σημάδεψαν την παιδική της ηλικία. Το βιβλίο «Με λένε Νάσια» ήταν ένα ξεγύμνωμα ψυχής, δοσμένο με ανιδιοτέλεια και ειλικρίνεια και γι αυτό κέρδισε τον θαυμασμό και τον σεβασμό του αναγνώστη. Κι αφού αποτίναξε τους δαίμονες που την καταπίεζαν στα τρυφερά της χρόνια, ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς της με το παρελθόν, και ανανεωμένη έβαλε πλώρη για καινούργιες εμπειρίες στη ζωή της.

Το 2009 ιδρύει τον Εκδοτικό Οίκο Αναζητήσεις πραγματοποιώντας ένα όνειρο ζωής, με μοναδικό κίνητρο την αγάπη της στη λογοτεχνία. Οι Εκδόσεις Αναζητήσεις έχουν σήμερα στο ενεργητικό τους 50 τίτλους βιβλίων κυπρίων συγγραφέων και ποιητών. Αλλά οι ανησυχίες της Μαρίας δεν σταματούν εδώ, συνεχίζει ιδρύοντας το ηλεκτρονικό Πολιτιστικό περιοδικό Αναζητήσεις, και στη συνέχεια τις Αναζητήσεις Production μια Εταιρεία παραγωγής ταινιών, ευελπιστώντας πως κάποια μέρα θα προωθήσει βιβλία σε τηλεοπτικά σενάρια. Βέβαια η συγγραφική της δραστηριότητα δεν σταμάτησε στο πρώτο μυθιστόρημα, έγραψε στη συνέχεια τα βιβλία «46 λεπτά στον ωκεανό της αγάπης μας», «Όταν οι άγγελοι εκδικούνται» και ακολούθησε η «Κασσάνδρα». Όλα της τα βιβλία βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα κι έχουν κοινωνικό και δραματικό χαρακτήρα που φορτίζουν συναισθηματικά και συγκινησιακά τον αναγνώστη. Συχνά τον προβληματίζουν, τον ενδυναμώνουν και πολλές φορές τον κάνουν να αναθεωρήσει κάποιες αξίες και «πιστεύω» του.

Στην Κασσάνδρα, όπως και τις προηγούμενες φορές η συγγραφέας καταπιάνεται με πραγματικά γεγονότα και στη συνέχεια ο μύθος θα κάνει τη δική του διαδρομή μέσα στην ιστορία δίνοντας τις γεύσεις, τις μυρωδιές, την περιπέτεια, ακόμη και τον αιφνιδιασμό του αναπάντεχου που θα συμβεί.

Ένα ξεθωριασμένο από δύο δεκαετίες ημερολόγιο, γίνεται εργαλείο για να ξετυλίξει την ζωή της Κασσάνδρας. Οι ήρωες Μαρία, Άγγελος, Μαρία Φερνάντες, Άλβες και πολλοί άλλοι, γίνονται μάρτυρες μιας ιστορίας που η μοίρα, οι συγκυρίες, ακόμα και οι καταβολές και το ταμπεραμέντο μιας φυλής θα παίξουν ένα καθοριστικό παιγνίδι.

Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Κύπρο κάπου στο 2005 και ακολούθως στην Ισπανία. Η νεαρή Κασσάνδρα εκκολαπτόμενη δημοσιογράφος, γιορτάζει σ’ ένα μπαρ με τις φίλες της την υποτροφία που κέρδισε για μεταπτυχιακό στην Ισπανία. Εκεί η ματιά της διασταυρώνεται με το πύρινο βλέμμα του όμορφου τραγουδιστή που ακούει στο όνομα Άγγελος και μέσα της ξεσπά η αδάμαστη καταιγίδα ενός κεραυνοβόλου έρωτα.

«Δεν έχασε καιρό. Πέταξε αμέσως στην άκρη τα τακούνια της κι αρπάζοντας τον φραμπαλά του κόκκινου φουστανιού της από το πλάι, άρχισε να λικνίζεται με αισθησιασμό, παρασυρμένη από την λάγνα μουσική που διαπερνούσε σαν ρεύμα το κορμί της. Στην πίστα χόρευε ολομόναχη, κανένας απ’ τους θαμώνες δεν θέλησε να της χαλάσει το όμορφο σόλο. Η κιθάρα στα χέρια του γοητευτικού τραγουδιστή πήρε φωτιά, έπαιζε με ιδιαίτερο πάθος εμπνευσμένος απ’ τη δροσιά που ξεχείλιζαν τα όμορφα νιάτα της. Ο ρυθμός της μελωδίας με τα πολλά μελίσματα ανάγκαζε μέση, γοφούς και στήθος να λικνίζονται αισθησιακά, κάνοντας τη φαντασία των εκστασιασμένων ανδρών να οργιάζει».

Στην πορεία η Κασσάνδρα διαπιστώνει πως ο Άγγελος, κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερός της, είναι παντρεμένος με παιδιά. Κάποιοι κανόνες ηθικής την ταρακουνούν για λίγο, μα σύντομα παραμερίζει κάθε ενδοιασμό και ενδίδει στην παράνομη σχέση. Το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο δεν την αφήνει να λογικευτεί και γίνεται έρμαιο του πάθους της. Τα δίνει όλα, σώμα, πνεύμα ψυχή σε ένα άνθρωπο που δεν της έχει υποσχεθεί τίποτα. Και όπως πάντοτε συμβαίνει, σύντομα τις όμορφες στιγμές του παράνομου έρωτα, θα σκεπάσει το γκρίζο σύννεφο της ζήλιας, της κτητικότητας και το ψέμα. Αυτά που στην αρχή πίστευε πως της αρκούσαν, τώρα της φαίνονται λίγα… Δεν ανέχεται να είναι η δεύτερη γυναίκα στη ζωή του.

Η συγγραφέας αφού μας έδωσε το πρώτο σημείο συναισθηματικής κορύφωσης, με τον απαγορευμένο έρωτα, έρχεται σ’ ένα δεύτερο πιο καθοριστικό σημείο για τη συνέχεια της ιστορίας. Το θέμα της υιοθεσίας, κάτι που θα διαταράξει την ανέμελη μέχρι τότε ζωή της Κασσάνδρας. Η γνώση πως οι άνθρωποι που την μεγάλωσαν δεν είναι οι πραγματικοί της γονείς, έρχεται με μια επιστολή που της παραδίνει κάποιος άγνωστος. Λέει σχετικά η Κασσάνδρα.

"Μια ωρολογιακή βόμβα βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στα χέρια μου, μια βόμβα την οποία η μοίρα είχε απασφαλίσει, που δεν άργησε φυσικά να εκραγεί κάνοντας τη ψυχή μου θρύψαλα".

Ακολουθά τις οδηγίες της επιστολής και επισκέπτεται σε μια κλινική την όμορφη Σπανιόλα ονόματι Μαρία Φερνάντες που σύμφωνα με τα γραφόμενα ήταν η βιολογική της μητέρα. Η γυναίκα ήταν καθισμένη σε αναπηρικό καροτσάκι με το μυαλό βυθισμένο σε κόσμους εξωπραγματικούς χωρίς καμιά επαφή και δεν μπόρεσε να πάρει καμιά εξήγηση. Όμως και μόνο η γνώση πως οι καταβολές της προέρχονται από την Ισπανία, ήταν αρκετή να ανατρέψει κάθε τι στη ζωή της που έζησε και πίστεψε πως της ανήκει. Αρχίζει να βλέπει τον εαυτό της μέσα από ένα καινούργιο κοινωνικό περιβάλλον και αναλύει τους λόγους που σε όλη της την ζωή έτρεφε μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τη χώρα αυτή. Το ότι ζήτησε υποτροφία για μεταπτυχιακό στην Μαδρίτη, ήταν τυχαίο; Ή μήπως το ένστικτο κάποιες φορές μας οδηγεί εκεί που πραγματικά ανήκουμε; Διαβάζω τις σκέψεις της Κασσάνδρας.

"Τώρα εξηγούνται πολλά. Εκείνη η ανεξήγητη αγάπη μου για την Μαρία Φερνάντες, η λατρεία μου για τη γλώσσα, η ανάγκη μου να μελετήσω τόσο πολύ γι αυτή τη χώρα, οι χοροί, η διασκέδαση, το ταμπεραμέντο μου, ακόμα και η κουζίνα τους, ο τρόπος διατροφής τους, μου άρεσε ιδιαίτερα".

Αυτό το αδάμαστο ταμπεραμέντο και το πάθος για ζωή, μόνο μια τσιγγάνα από τη Γρανάδα θα μπορούσε να έχει. Η Κασσάνδρα τώρα πια δεν μπορεί να μείνει αγκιστρωμένη σε μια σχέση χωρίς μέλλον. Τα πόδια της βγάζουν φτερά, εκμεταλλεύεται την υποτροφία και φεύγει για τη γη των προγόνων της. Στην Μαδρίτη εκτός από το Πανεπιστήμιο βρίσκει δουλειά σε μια μεγάλη εφημερίδα του τόπου και συνεργάζεται με τον πολύ ικανό δημοσιογράφο Τζούλιο Άλβες που την ερωτεύεται. Αλλά αυτή ένα πράγμα έχει μόνο στο μυαλό της, να βρει τις ρίζες της. Επισκέπτεται τις περίφημες Σπηλιές της Γρανάδα απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της, όπου μια γριά τσιγγάνα της αποκαλύπτει όλη την αλήθεια γύρο από τους ανθρώπους που την γέννησαν. Η μητέρας της γνωστή τσιγγάνα χορεύτρια ερωτεύτηκε τρελά τον πλούσιο Μάρκο Αντώνιο αλλά ποτέ δεν έγινε δεκτή στον κόσμο της ανώτερης κοινωνία που εκείνος ανήκε. Έτσι η Μαρία Φερνάντες εκδιώχθηκε από την χώρα έγκυος, χωρίς ποτέ να την αναζητήσει κανείς…

«Ως τόσο, είχε αποφασίσει πως έπρεπε να επισκεφτεί τη Γρανάδα, να βρει επιτέλους από πού κρατά η σκούφια της. Πήρε λοιπόν το σοφέρ, τον Μιγκέλ και πήγανε μια μέρα στις σπηλιές των τσιγγάνων. Στην αρχή, φοβόταν. Την κοίταξαν λίγο παράξενα μόλις κατέβηκε από την μαύρη λιμουζίνα. Οι γυναίκες ιδιαίτερα, την περιεργαζόντουσαν με καχυποψία. Ένα τσιγγανάκι με μαύρα μακριά μαλλιά, π’ ανέμιζαν καθώς χοροπηδούσε, την πλησίασε πιάνοντας την από το χέρι, ενώ της έδειχνε μια μουστόγρια εκατό χρόνων, που καθόταν σταυροπόδι στην αυλή του φτωχικού σπιτιού της. Η Κασσάνδρα, χαιρέτησε τη γριά ευγενικά, μιλώντας της στα Ισπανικά, κάτι που γλύκανε λίγο το αυστηρό ύφος της άγνωστης τσιγγάνας. Την τράταρε ένα φλιτζάνι μαύρο δυνατό καφέ και ύστερα άρχισε να της κάνει διάφορες ερωτήσεις, θέλοντας να μάθει το σκοπό της επίσκεψης της.

- Ψάχνω να βρω τη γιαγιά μου, της οποίας η καταγωγή είναι από ΄δω. Η μητέρα μου ήταν πολύ καλή χορεύτρια, εδώ μεγάλωσε, φαντάζομαι να τη γνωρίζετε. Η μοίρα όμως δεν της φέρθηκε και τόσο καλά. Διάφορες συγκυρίες την ανάγκασαν να βρεθεί στην Κύπρο, ένα νησί της Μεσογείου…

Η τσιγγάνα την κοίταζε όλη την ώρα σκεπτική λες και έσκαβε να ξεθάψει θαμμένες μνήμες απ’ τα πιο κακοτράχαλα χωράφια του μυαλού της, ενώ τα μάτια της ολοένα βούρκωναν και πιο πολύ καθώς η κοπέλα διηγιόταν την ιστορία της.

Και… πώς την έλεγαν τη μάνα σου, κόρη μου;

Μαρία Φερνάντες, σας λέει κάτι τ’ όνομα;

Η γριά ανατρόμαξε, πετάχτηκε άξαφνα απ’ τη θέση της λες κι αναδεύτηκε ολόκληρο το κορμί της από την παρτιτούρα κάποιας κιθάρας. Άρπαξε το κεφάλι της, άρχισε να παραμιλάει σαν τρελή, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την ίδια κουβέντα, «δεν μπορεί να είναι αλήθεια… δεν μπορεί…

«Τι δεν είναι αλήθεια; Τι εννοείτε; Σας ικετεύω, πείτε μου».

«Την γνώριζα τη μάνα σου. Χόρευε σε μια από τις σπηλιές μου. Ήταν η ομορφότερη και η πιο φίνα χορεύτρια, που είχα ποτέ στη δούλεψή μου…»

Έτσι η Κασσάνδρα έμαθε όλες τις λεπτομέρειες για τους γονείς της. Όμως ήταν πολύ κλειστή σαν χαρακτήρας, δεν μοιραζόταν αυτά που σκεφτόταν ή ένιωθε με τους ανθρώπους γύρο της, γι αυτό και οι πράξεις της ήταν ανεξέλεγκτες. Το ενδιαφέρον του καθηγητή Ροντρίγο που την προσκαλεί σε φιλολογικές συγκεντρώσεις την κολακεύει κι αναπτύσσει μαζί του μια στενή φιλική επαφή. Όμως πίσω από αυτό το φαινομενικό του ενδιαφέρον, το ένστικτό της την προειδοποιεί, θέλει απλά να την κάνει δική του ή κρύβεται και κάτι άλλο; Η Κασσάνδρα γίνεται πιο προσεκτική και ψάχνει να βρει τα σκοτεινά σημεία της μυστηριώδους συμπεριφοράς του. Το δημοσιογραφικό της δαιμόνιο άθελα φτάνει στα ίχνη αδίστακτων τρομοκρατών. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει μονάχη στα σκοτεινά καταγώγια; Ποια στάση θα κρατήσει άραγε ο καθηγητής Ροντρίγο; Πώς θα την υποδεχθεί ο πατέρας της ο Μάρκο Αντώνιο;

Η Κασσάνδρα,

"Πήρε το ημερολόγιο της και άρχισε να γράφει. Και ξαφνικά ήρθαν μπροστά της όλες της ζωής της οι ανορθογραφίες. Ο αποτυχημένος της έρωτας, η γνωριμία με την βιολογική της μητέρα να της θυμίζει το τραχύ πρόσωπο της μοίρας, τα θρυμματισμένα της όνειρα που έφτιαχνε στην Ισπανία κι ο τζάμπα επαναστάτης που έκανε το κουσούρι ιδεολογία. Κανένα χαρούμενο θρόισμα στη ψυχή της, καμιάς ελπίδας χρώμα. Οι λέξεις της βογγητά. Περπατούσαν σαν νότες το πεντάγραμμο μιας πονεμένης ραψωδίας. Κι όμως, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ένιωθε ηρεμία, μια παράξενη ψυχική ανάταση. Ψυχή έτοιμη, λες, ν’ αγγίξει τα’ αστέρια".

Ποιο άραγε να είναι το τέρμα σ’ αυτό το μακρύ ταξίδι της Κασσάνδρας; Βρήκε επιτέλους αυτό που με τόσο πάθος αναζητούσε στη ζωή; Αυτό αγαπητοί μου θα το βρείτε μόνοι σας διαβάζοντας το βιβλίο. Καλή ανάγνωση.





Δεν υπάρχουν σχόλια: