Συνέντευξη στο Vlepo με την Κατερίνα Σαμψώνα

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Νίκη Λαδάκη Φιλίππου

32 χρόνια ποίησης



Σήμερα το πρωί, απαλλαγμένη από την ένταση του γραψίματος, θυμήθηκα την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και δεν μπόρεσα να μην αναλογιστώ την αξιόλογη ποιήτρια συμπατριώτισσα και φίλη αγαπημένη, Νίκη Λαδάκη Φιλίππου που έφυγε από την ζωή στις 23 Οκτωβρίου 2003. Έχω την αίσθηση πως εννέα χρόνια μετά την αποδημία της, την ξεχάσαμε. Κανείς δεν αναφέρεται πια σ’ αυτήν ή στα υπέροχα ποιήματά της. Κι όμως η Νίκη Λαδάκη Φιλίππου εκτός από το λογοτεχνικό της έργο έχει επιδείξει μια αξιόλογη πολιτιστική προσφορά στον τόπο μας, ιδίως σ’ ό,τι αφορά την επικοινωνία μας με τον πνευματικό κόσμο της Ελλάδας. Τα δυο μαζί, έργο και πολιτιστική δραστηριότητα, ενώνονται για να αποτελέσουν αυτό που η ίδια επεδίωκε «ένα δυνατό και άθραυστο κρίκο στην αλυσίδα που δένει την Κύπρο με την Ελλάδα από την κάθοδο των Αχαιών μέχρι σήμερα».

Οι στίχοι της μεστοί με βαθιά αισθαντικότητα, κράτησαν μια γόνιμη δημιουργική περίοδο τριάντα δύο χρόνων. Τόσο σύντομο και ανεπαρκές το πέρασμά της από τη ζωή, θα μπορούσε να κρατήσει πολλά ακόμα χρόνια προσφέροντάς μας πολλούς ακόμα δρόμους αγάπης!

Έχω την ανάγκη σήμερα να μεταφέρω στο μπλοκ την ομιλία που εκφώνησα ένα χρόνο μετά τον χαμό της, στο πρώτο Φιλολογικό Μνημόσυνο που έκανε η Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, γιατί ήταν περισσότερο μια συνομιλία μαζί της παρά μια ομιλία στο κοινό.

Σκάβω μέσα μου


για να σε βρω

για ν’ ανακαλύψω

τα καστανά μαλλιά σου.

Σκάβω μέσα μου

για ν’ αποσπάσω

απ’ τις πληγές

τα χέρια σου.

Μικρά και αληθινά τα χέρια σου

βρίσκουν όνομα

και ταξιδεύουν

βρίσκουν δρομολόγια και σε ταξιδεύουν.



Έτσι θα κρατήσω την ομιλία μου, σε πρώτο πρόσωπο για να ΄χει την αμεσότητα του στίχου σου. Γιατί έτσι που σ’ άρεσε να ταξιδεύεις, είμαι σχεδόν σίγουρη πως απόψε κάπου εδώ θα τριγυρνάς... Κι έτσι θέλω να σε σκέφτομαι. Σ’ ένα χαρούμενο ταξίδι. Να τριγυρνάς σαν Σειρήνα στο πέλαγος, σαν λαμπερό αστέρι στους αιθέρες. Και  «σε φωνάζω Δέσποινα!/ Και μου ανοίγεις μια πόρτα/ μέσα στον άνεμο/ και μου ανοίγεις ένα παράθυρο/ μέσα στον ήλιο/ και μια μικρή τρυπίτσα πάνω στ’ όνειρο/ όσο χωράει το θρόισμα των βλεφάρων».

Έτσι θα σε σκέφτομαι μέσα απ’ τους στίχους της «Δέσποινας των βηματισμών»! Σ’ αυτό το σημείο σε γνώρισα. Μέσα απ’ αυτούς τους στίχους σ’ αγάπησα. Νεαρή τότε δημοσιογράφος εγώ, φτασμένη ποιήτρια εσύ. Με τρεμάμενα χέρια, γεμάτη δέος, θυμάμαι, έκανα τότε την παρουσίαση του βιβλίου σου στην εφημερίδα «Αγών». Φοβόμουν που ήμουν πολύ άπειρη για τη δική σου εμβέλεια... Μα εσύ με ενεθάρρυνες. Ανακάλυψες τους δικούς μου στίχους κι έκανες τα δειλά μου ψιθυρίσματα να γίνουν φωνή. Με πήρες απ’ το χέρι και με ανέβασες σκαλί σκαλί το δύσκολο ανέβασμα. Πάντα με συμβούλευες «μην λες ποτέ δεν ξέρω, δεν μπορώ, όλα τα μπορείς και θα τα κάνεις».

Θυμάμαι τις ποιητικές βραδιές στον Παγκύπριο Καλλιτεχνικό Λογοτεχνικό Όμιλο Νέων. Παρ’ όλο που ήσουν φτασμένη ποιήτρια, καταδεχόσουν να ΄ρχεσαι να απαγγέλλεις μαζί μας δικά σου ποιήματα. Σε θυμάμαι ακόμα με το λευκό κεντητό σου φόρεμα. Στόλιζες με λουλούδια τα μαλλιά κι έπαιρνες μια όψη αέρινη, σ’ ένα κόσμο εντελώς δικό σου, του οράματος και της υπέρβασης.

Σ’ όλο το διάστημα της γνωριμίας μας, υπήρχε ανάμεσα μας ένα ταξίδι. Αυτή που έφυγε πρώτη ήμουν εγώ. Για αρκετά χρόνια σ’ αποχαιρετούσα κι αφήναμε πίσω μας μια φιλία μεστή να σιγοκαίει. Μετά έφυγες εσύ, και στον αποχαιρετισμό είπες «τώρα που γύρισες είμαι εγώ αυτή που φεύγει. Λες και οι ζωές μας έχουν γραφτεί απ’ την ίδια μοίρα...» Γύρισα εγώ από την Αφρική και έφυγες εσύ για Αθήνα.

«Ετούτα τα χώματα/ που πατάς/ τα ΄χω μαζέψει στον κόρφο μου/ και τα κουβαλώ/ φυλαχτό κι αποκούμπι/ για τις μέρες που πέρασαν». «Τούτα τα χώματα δεν έχουν/ πια χώμα να σηκώσουν τα πόδια σου».

Κι εγκαταστάθηκες στην Αθήνα «εκεί είναι τα κορίτσια μου, κι ο εγγονός μου, ποιος με κρατάει πια εδώ!» έλεγες. Και έφυγες με ενθουσιασμό έφηβης γεμάτη όνειρα για καινούργια ξεκινήματα. Ο Ευάγγελος πάντα πλάι σου, σ’ ακολουθούσε και σε ενεθάρρυνε σε ό,τι κι αν έκανες. Έφυγες αλλά ένα κομμάτι της καρδιάς σου απέμεινε πίσω στον τόπο σου. Κι αυτό το απέδειξες με λόγια και έργα. Έγινες η πρέσβειρα όλων των πνευματικών ανθρώπων του τόπου σου στην Αθήνα και προώθησες με όποιο τρόπο μπορούσες τον πολιτισμό μας.

Αγόρασες ένα πανέμορφο σπίτι στους Θρακομακεδόνες μέσα στα πεύκα. Εκατοντάδες πουλάκια μαζεύονταν κάθε πρωί κάτω απ’ το παράθυρο και σου κελαηδούσαν. Κι εσύ δεν έχανες την ευκαιρία. Διάλεγες εκείνη την ώρα να γράψεις τους στίχους σου. Μα δεν κράτησε πολύ αυτή η ευτυχία. Ο μεγάλος σεισμός ζήλεψε τον οίστρο σου και μια μέρα σου στέρησε ότι κατάφερες να δημιουργήσεις μια ζωή. Το σπίτι σου κατεδαφίστηκε. Μα όχι τα όνειρα σου. Σηκώθηκες όπως μόνο εσύ ήξερες - με αξιοπρέπεια - και συνέχισες τη ζωή σου.

«Είσαι καρδιά μου ένα πουλί/ που του χαλάσαν τη φωλιά/

κι όλα τα πουλιά, όλα τα φιλιά/ έχουν φωλιά την ορφανιά/.

Είσαι καρδιά μου ένα πουλί/ που του χαλάσαν τη φωλιά/

κι όλα τα πουλιά, όλα τα φιλιά/ έχουν φωλιά τον κόρφο σου.

Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από τη μέρα της αποδημίας σου φίλη αγαπημένη. Ακόμα δεν κατάφερα να συνθηκολογήσω στην ιδέα της απουσίας... Και μένουν τα παραθύρια της καρδιάς κλειστά, και μένουν τα βλέφαρα ανοιχτά να σε μελετούν μεσ’ το σκοτάδι... Και μένουν τα λόγια ανείπωτα να σε καλέσουν. Και αποσύρεσαι.. σαν ιέρεια με τα λευκά σου πέπλα σε δρόμους άγνωστους... Τα βήματα σου χάνονται μέσα σε ανεξερεύνητα σπήλαια σιωπής... Πηγή ο στίχος σου, σμιλεμένος απ’ τον βράχο που ρέει αστείρευτος και με ξεδιψάει.

«Έφυγες/ στη θέση σου ένα ομοίωμα/ Πολλά παραθύρια μέσα στη θάλασσα/ Μέσα στον καιρό και στις φωλιές των δελφινιών/ Ρίγος.»

Στο άκουσμα του θανάτου σου ένιωσα να κατεδαφίζεται ένα τεράστιο οικοδόμημα. Κι αναρωτιόμουν πως ήταν δυνατό τόσο γερά θεμέλια να λυγίσουν. Αλλά φαίνεται φίλη αγαπημένη, πως η καρδιά δεν άντεξε την τόση αγάπη, την τόση αδικία στα τόσα καλά και κακά συναπαντήματα της ζωής....

Είχες ένα προαίσθημα για το φευγιό σου που δεν τόλμησες να πεις με λόγια. Δεν τόλμησες να εκμυστηρευτείς στον Ευάγγελο, στην Μαρία και την Έφη πως φεύγεις, πως χάνεσαι... Μονάχα άφηνες μικρά σημειώματα εδώ κι εκεί μέσα στο σπίτι «αν με ψάξετε και δεν είμαι ΄δω, θα ΄μαι κάπου εδώ τριγύρω» ή «Μαρία, πόσο θα ζω ακόμα ν’ ακούω την καλημέρα σου;»

Τώρα που γλύκανε ο πόνος της πρώτης έντασης από την απουσία σου, μπορώ να αναλογιστώ ψύχραιμα τη στερνή μας συνάντηση. Σεπτέμβρης του 2003. Γύρισες απ’ την Κυριακάτικη λειτουργία του Άη Κασσιανού και καθόσουν στην πλαϊνή βεράντα του σπιτιού μου και σ’ έραιναν τα γιασεμιά, κι αγκάλιαζε η ματιά σου τις γαρδένιες στη γλάστρα. Έβγαλες απ’ τη τσάντα ένα μάτσο φωτογραφίες των εγγονιών «δες τα αγγελάκια μου πόσο μεγάλωσαν!» και τρυγούσαν χαρωπά οι μέλισσες τη γλύκα της φωνής σου. Μα δεν είχες τίποτα απ’ τον συνηθισμένο ενθουσιασμό σου. Διέκρινα μια εγκράτεια, ένα σκεπτικισμό στην όλη συμπεριφορά σου. Αντί να λάμπεις από ευτυχία για το Βραβείο Λογοτεχνίας Jean Monnet που πήγαινες να παραλάβεις στη Γένοβα για το βιβλίο σου «Προς Κερίνιν», ανησυχούσες για το πόσες ώρες θα κρατούσε το ταξίδι. Για το τι καιρό θα κάνει στη Γένοβα. Λες και με τα μάτια της ψυχής, έβλεπες το επόμενο ταξίδι προς άγνωστη κατεύθυνση που έπρεπε να διαβείς σύντομα κι ανησυχούσες....

«Το χαμόγελό σου/ το σεργιάνισα από πόρτα σε πόρτα/ το ξεδιάλυνα/ μέσα στις χρυσές μου μπούκλες/ το κέντησα/ στην καθημερινή μου έγνοια/ τ’ απόθεσα στο ψηλότερο δέντρο/ μια Κυριακή πρωί».

Τώρα Δέσποινα των βηματισμών ψάχνω ν’ ακούσω τις πατημασιές των βημάτων σου μέσα σ’ ανθισμένους κήπους. Αφουγκράζομαι ν’ ακούσω τον ήχο της φωνής σου να ΄ρχεται με τον άνεμο. Το τραγούδι σου το κουβαλάνε τις νύχτες αγριοπούλια κι εγώ αναπαμό δεν βρίσκω.»Τραγούδι μικρό.../ τούτο το τραγούδι το χιλιοειπωμένο/ της σιωπής/ στις αετοράχες».

Και με πιάνει ρίγος, και με πιάνει έκσταση. Τώρα που λείπεις, η παρουσία σου είναι πιο δυνατή από ποτέ. Σε νιώθω σιμά να μου χαϊδεύεις το μάγουλο, σαν αυγινή δροσιά. Κι ατενίζω τη θεληματική ματιά σου να διεισδύει μέσα μου σαν πυρακτωμένο σίδερο.

«Κι έγινε φως/ μα Δε φωτίστηκες/ ερημοκλήσι έμεινες χωρίς καντήλι/ (κόρφος μοναχικός) ερημοκλήσι που οι μανταλωμένες/ πόρτες του/ αγκαλιάζουν τους ανέμους/ και κρατούν τα χάδια τους/ στις κουφαλοματιές/ και φυγαδεύουν τ/ αγιάζι τους/ στις αητοφωλιές.»

Tώρα το ταξίδι σου έχει μια τελεσίδικη μονιμότητα που με τρομάζει. Το τηλέφωνο δεν θα ξανακτυπήσει. Κι ούτε ο ταχυδρόμος την πόρτα μου... Θα έχω μονάχα τους στίχους σου να κεντάνε το νήμα της αγάπης μας.

«Σε περιμένω για να΄ρθεις

κι όσο δεν έρχεσαι μπορείς

να λες πως περιμένω

μα σαν θε να ΄ρθεις μιαν αυγή

και δεν με δεις σαν άλλοτε

στο δρόμο σου να βγαίνω

μη πεις πως σ’ απαρνήθηκα

Λόγιασ’ με πεθαμένο!!