Σήμερα είναι η μαύρη επέτειος της εισβολής του 1974. Εδώ και κάποια χρόνια δεν ξέρω αν στις 20 Ιουλίου πρέπει να γιορτάζω ή να θρηνώ. Ήταν 20 Ιουλίου το 1969 όταν παντρεύτηκα και σήμερα κλείνω 43 χρόνια ευτυχισμένου γάμου. Όμως εκείνος ο θλιβερός Ιούλης της εισβολής εδώ και 38 χρόνια, επισκιάζει τη χαρά και η ψυχή κουρνιάζει στο γενικό συναίσθημα της περισυλλογής.
Σήμερα αποφάσισα να δημοσιεύσω για πρώτη φορά το διήγημα η Ελευθερία, του να παίζει κανείς, να πιστεύει ν' αγαπά, να ζει... εν ειρήνη με το οποίο πήρα το Πρώτο Βραβείο στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό που προκήρυξαν οι Δήμοι της Βαλ ντι Νιέβολε της Ιταλίας το 2006. Ταιριάζει με την επέτειο της εισβολής.
Ο Διαγωνισμός ήταν με την Υψηλή αναγνώριση του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας και τη στήριξη του Υπουργείου Εξωτερικών στα πλαίσια της πρωτοβουλίας «... από την Βαλ ντι Νιέβολε στην Ευρώπη... με τον έναστρο ουρανό πάνω από μας....»
Η απονομή έγινε στο χώρο του Excelsio historical thermal lobby στην Μοντεκατίνη στις 19 Μαΐου 2007 .
«η Ελευθερία, του να παίζει κανείς, να πιστεύει
ν’ αγαπά, να ζει .... εν ειρήνη»
Ήμουν σ’ εκείνη την ηλικία της ήβης θυμάμαι, που όλα γύρο μου είχαν μια τρυφερή δροσιά κι ένα αρωματισμένο περιτύλιγμα ομορφιάς... Λες και μια καλή νεράιδα με το ραβδί της, μεταμόρφωνε όλες τις ασχήμιες σ’ ένα πανέμορφο περιβόλι... Ένιωθα την καρδιά μου τόσο ανάλαφρη που νόμιζα πως αν ανέβαινα απάνω στην αμυγδαλιά κι άνοιγα τα χέρια σαν φτερούγες, θα πετούσα ... Κι όταν τελικά αυτό αποδεικνυόταν ακατόρθωτο, εγώ πάλι πετούσα με τη σκέψη μου. Μεταμορφωνόμουν σε μεταξωτή πεταλούδα και πέταγα πέρα απ’ τα δέντρα κι αλώνιζα στα βουνά του πενταδάκτυλου που φαίνονταν απόμακρα πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών... Ντυνόμουν το φως του φεγγαριού και πιανόμουν στο χορό με τον άνεμο και τ’ αστέρια, σίγουρη πια πως μπορούσα ν’ αγκαλιάσω ολάκερο τον κόσμο...
Η μαμά εκείνη την εποχή, μπαινόβγαινε στο σπίτι σκυφτή, μ’ ένα μόνιμο πένθος στη ψυχή. Δέκα χρόνια μετά την εισβολή, ο χρόνος δεν μπόρεσε να ζεστάνει την καρδιά της. Πρόσφυγας σ’ ένα διαμέρισμα καταυλισμού, που όσο και να προσπάθησε, της ήταν ξένο... σε μια πόλη που ποτέ δεν ένιωσε δική της! Όσο βαθιά κι αν σκάλιζα μέσα της να ξεθάψω ένα χαμόγελο, μια ανεμελιά για να ταιριάξει με τη δική μου αισιοδοξία, στάθηκε μάταιο. Κάθε φορά που έβγαινε στο μπαλκόνι και η μοναδική εικόνα π’ αντίκριζε ήταν μια μελαγχολική άπλα γκρίζου μπετόν, η ματιά της θόλωνε κι αργόβγαιναν οι θύμησες κουβάρια απ’ την καρδιά της.
«Το σπίτι μας στην Αμμόχωστο ήταν ζωντανό και φιλόξενο» ψιθύριζε και η ματιά της άλλαζε με μιας χρώμα και διάθεση. Η φωνή της γινόταν βελούδινη, φευγάτη, λες και μεταπηδούσε αστραπιαία σ’ ένα άλλο δικό της κόσμο. «Το σπίτι μας εκεί, ήταν πνιγμένο μέσα στα δέντρα και πιο πέρα ξαπλωνόταν η θάλασσα. Την άνοιξη ο κήπος μοσχομύριζε ανθισμένες λεμονιές και κρίνα. Οι τριανταφυλλιές σκαρφάλωναν απάνω στα κάγκελα και γέμιζε η βεράντα χρώματα κι αρώματα... Πρωί πρωί με ξυπνούσε το ερωτιάρικο τραγούδι της θάλασσας. Ήταν η ώρα που η πούλια αναδυόταν ρόδινη μέσα απ’ τα κύματα ντυμένη στα χρυσά... Τότε έβγαινα στη βεράντα μ’ ένα φλιτζάνι καφέ και ζούσα τούτη τη μαγευτική ομορφιά....»
Και η φωνή της έσβηνε απάνω σ’ ένα κόμπο που την έπνιγε. Κι εγώ μάταια παρακαλούσα να συνεχίσει τη διήγησή της γιατί αυτό βοηθούσε τα δικά μου νοερά ταξίδια. Παρ’ όλο που ήμουν μικρό παιδί όταν έγινε το κακό, θυμάμαι αμυδρά το πέτρινο σπίτι μας πλάι στη θάλασσα. Ακόμα θυμάμαι την αμυγδαλιά στην άκρη της αυλής. Τέντωνα τα μικρά ποδαράκια μου κι έψαχνα μαγεμένη να βρω ανάμεσα στα πυκνά κλαριά, τα κρυμμένα τζιτζίκια που μας τρέλαιναν με τα τραγούδια τους. Πίσω απ΄ την αμυγδαλιά έστεκε περήφανο το καμπαναριό και πίσω απ’ αυτό ξεμυτούσε ένας μιναρές. Οι εικόνες αυτές χαράκτηκαν μέσα στην παιδική ψυχή μου παίρνοντας διαστάσεις απέραντες, που έφταναν μέχρι τον ουρανό! Η μαμά λέει πως το καμπαναριό εκείνο ανήκει στην εκκλησία του Σταυρού. Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Κι ούτε ξέρω αν το καμπαναριό βρίσκεται ακόμα στη θέση του... Οι εικόνες μου ενισχύονταν πιο πολύ απ’ τις συχνές διηγήσεις της μητέρας.
Συχνά η μαμά, ενώ έφτιαχνε τα στρωσίδια του κρεβατιού της, μονολογούσε.
«Στην Αμμόχωστο το νυφικό κρεβάτι μου ήταν καμωμένο από ξύλο καρυδιάς. Απάνω στο κεφαλάρι ήταν σκαλισμένες μαργαρίτες απ’ τον καλύτερο μαραγκό της πόλης. Το στόλιζα μ’ εκείνο το σκέπασμα από κροσέ που έφτιαξε η μανούλα μου με τα χεράκια της, Θεός αναπάψει τη ψυχούλα της».
Και η γλύκα απ’ τη φωνή της έντυνε τους τοίχους, πιανόταν απ’ τις κουρτίνες κι έκανε παιγνίδια με τις ηλιαχτίδες που τρύπωναν απ’ τα τζάμια... Παρατηρούσα μαγεμένη τη μαμά που φάνταζε τόσο όμορφη μέσ’ το παραμιλητό της... «Μαμά σε ποιόν μιλάς;» ρωτούσα απορημένη. «Στον πραγματικό εαυτό μου κοριτσάκι». Εγώ τότε δεν καταλάβαινα και ξαναρωτούσα.
«Έχεις δυο εαυτούς;»
«Ναι μωρό μου».
«Ένα αληθινό κι ένα ψεύτικο; Κι εγώ ποιόν έχω για μανούλα;»
Τότε άφηνε τις δουλειές, με έπαιρνε αγκαλιά και καθισμένες στο κρεβάτι μου εξηγούσε.
«Ο ένας εαυτός μου είναι αυτός που ζει σ’ ετούτο ΄δω το σπίτι, που δε διάλεξε και δεν αγαπάει... Μοιάζει πιο πολύ με αηδόνι που το κλείσανε σε κλουβί κι έχασε τη λαλιά του. Ο άλλος μου εαυτός είναι ο πραγματικός. Αυτός που είναι λεύτερος και χαρούμενος. Ζει στην Αμμόχωστο, στο σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα με τη μαμά και τον μπαμπά μου. Εκεί παντρεύτηκα και γέννησα εσένα».
«Και πως μπορείς να ζεις σ’ ένα σπίτι που δεν βλέπεις ούτε αγγίζεις;»
«Με τα μάτια της καρδιάς! Να θυμάσαι κοριτσάκι μου, η καρδιά και το πνεύμα είναι λεύτερα, κανείς δεν μπορεί να σου τα πάρει αν δεν τα παραδώσεις εσύ μονάχη!»
Η μαμά, τα έλεγε όλα αυτά απλά για να τα καταλαβαίνω. Μέσα μου όμως το ΄νιωθα πως δεν ήταν τόσο απλά. Ήταν λόγια μεγάλα, βαθιά, που θα κρατούσαν τις ισορροπίες μου μια ολάκερη ζωή!
Ο πατέρας ήταν πιο προσγειωμένος. Δεν συντηρούσε αυταπάτες! Έλυε τα προβλήματα της ζωής με απλά μαθηματικά χωρίς συναισθηματισμούς. Αναπολούσε τα παλιά σαν κάτι υπέροχο που ευτύχησε να ζήσει και χάθηκε ανεπανόρθωτα. Ποτέ δεν πίστεψε πως κάποια μέρα θα πάρουμε πίσω τη χαμένη γη και ότι θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Γι αυτό κοιτούσε μπροστά. Εργαζόταν ακούραστα, με πείσμα να ξαναφτιάξει αν όχι όλα, ένα μέρος απ’ αυτά που χάθηκαν. Όμως δεν αρνιόταν ποτέ, όταν η μαμά ζητούσε να την πάει στο οδόφραγμα της Δερύνειας. Της πόλης που έστεκε υπομονετικά αντίκρυ απ’ τη θλιμμένη πόλη, την Αμμόχωστο! Τα συρματοπλέγματα και η ουδέτερη ζώνη, ένας οδυνηρός φραγμός στα επιτακτικά κτυπήματα της καρδιάς της μητέρας. Ακινητοποιούσαν τα βήματα μια σπιθαμή πριν απ’ το όνειρο!
Εκεί στη Δερύνεια, απ’ ένα μπαλκόνι αγναντεύαμε την Αμμόχωστο που ξαπλωνόταν σιωπηλή πέρα απ’ τις κορφές των δέντρων. Τόσο κοντά, που είχες την αίσθηση πως αν άπλωνες το χέρι μπορούσες να την αγγίξεις.... Τα κτίρια, που κάποτε ήταν περήφανα ξενοδοχεία, είχαν απάνω τους τρανταχτά τα σημάδια των πολυβόλων. Το κύμα έσκαγε στα πόδια τους, αφήνοντας μικρούς αναστεναγμούς σαν θρήνο, σαν παράπονο για τη μοναξιά. Και το βραδάκι, το φεγγάρι ολόγιομο, εστίαζε όλο του το φέγγος απάνω τους για να σβήσει τα σκοτάδια της εγκατάλειψης. Το βλέμμα της μανούλας μου τρύπωνε λαίμαργα μέσα απ’ τις φυλλωσιές να ξεδιαλύνει τις λεπτομέρειες.
«Μονάχα οι γάτες την περπατούν» έλεγε και ντυνόταν η φωνή της το χρώμα της λύπης.. Σε δευτερόλεπτα μονάχα το βλέμμα της πάλιν ζωντάνευε.. «Το βλέπεις το καμπαναριό, εκεί κάτω στα δεξιά; Εκεί πέρα είναι το σπίτι μας». Κι άνοιγε πάλιν η καρδιά της, λες και οι χαρούμενες στιγμές απ’ το παρελθόν γυρνούσαν και γέμιζαν το τώρα, σαν να μην μεσολάβησαν τα χρόνια της συμφοράς, οι λύπες και τα δάκρυα... Στεκόταν ώρες εκεί σιωπηλή, με το βλέμμα σταθερά στραμμένο σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο. Η έκφρασή της μεταπηδούσε απ’ τη λύπη στη χαρά, στην ευτυχία αναπολώντας όσα στα χρόνια που πέρασαν κατέγραψε η καρδιά της... Εμείς σεβόμασταν τούτες τις δικές της στιγμές και σωπαίναμε!
Εκείνες τις μέρες, δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις νοερές περιπλανήσεις της μητέρας.. Τώρα, γυναίκα πια, έχω καταλάβει... Ξέρω πως μέσα απ’ εκείνο το τρέμουλο του κορμιού της, μέσα απ’ εκείνο τον αναστεναγμό, το πνεύμα αποσυνδεόταν απ’ το σώμα. Αψηφούσε τις στρατιωτικές περιπολίες και σεργιανούσε λεύτερο, πέρα απ’ τα δέντρα, έχοντας σημάδι το ψηλό καμπαναριό. Την οδηγούσαν οι μυρωδιές του κήπου της, το γλυκό τραγούδι της θάλασσας, η παλιά της γειτονιά ... που της ψιθύριζε λόγια γλυκά της νιότης. Κουβέντες που ξέθαβε απ’ τα έγκατα του νου. Ακόμα και το μωρουδιακό κλάμα της κόρης της, αντηχούσε νωπό στ’ αυτιά της. Κι έμπαινε στον αυλόγυρο του σπιτιού της, αφέντρα περήφανη. Η τριανταφυλλιά κρατιόταν καλά απ’ τα κάγκελα φορτωμένη ροζ μπουμπούκια. Στο καθιστικό βλέπει τα έπιπλα που την προίκισε ο πατέρας. Το νυφικό κρεβάτι με τις σκαλιστές μαργαρίτες σκεπασμένο με το χειροποίητο στρώμα της μάνας της..... Η νυφική φωτογραφία των γονιών της απάνω στο σκαλιστό έπιπλο. Πόσο πολύ έκλαψε για ΄κείνη τη φωτογραφία που φεύγοντας μέσα στον πανικό δεν κατάφερε να πάρει μαζί της... Όμως σε τούτα τα νοερά ταξίδια όλα ήταν δικά της, στη θέση τους και η καρδιά της πλημμύριζε από χαρά κι ευτυχία σαν να μην έφυγε ποτέ!
Είκοσι εννέα χρόνια μετά την εισβολή η μαμά, εξακολουθούσε να ζει στο δικό της κόσμο του οράματος και της υπέρβασης. Το παρελθόν ενσωματωνόταν πεισματικά στο παρόν χωρίς αντιπαραθέσεις σαν ένα σώμα, μια ψυχή. Το κορμί της υπέκυπτε μοιραία στην προσταγή του χρόνου μα η καρδιά διατηρούσε τη δροσιά της νιότης!
Κάποια στιγμή όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα και ο κόσμος έτρεχε συνεπαρμένος στα χωριά του, σκέφτηκα πως ίσως ήθελαν και οι γονείς μου να κάνουν αυτό το προσκύνημα στους τόπους που γεννήθηκαν...
«Τι λέτε πάμε κι εμείς μια βόλτα στην Αμμόχωστο;» Ρώτησα με επιφύλαξη.
Όμως δεν έδειξαν ενθουσιασμό. Ο πατέρας σχολίασε «δεν δείχνω εγώ διαβατήριο για να επισκεφτώ την πατρίδα μου σαν ξένος».
Και η μαμά συμφώνησε «τι, να πάω και να βρω ξένους να κατοικούν το σπίτι μου;»
Κι εγώ, φοβόμουν να επιμείνω. Φοβόμουν μην ήταν η πραγματικότητα πολύ σκληρή και απόκοπτε τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τη μαμά με το παρελθόν. Γιατί τότε δεν θα ΄χε τίποτα πια να ονειρεύεται, και να ζει σε ψυχική ειρήνη.
Την απόφαση την πήραμε ένα χρόνο μετά. Όταν ο πατέρας δεν ήταν πολύ καλά στην υγεία του. Μου το πρότεινε ο ίδιος.
«Τι λες Ελενίτσα μου, να πάμε κι εμείς σιγά σιγά να δούμε τι απέγινε το άμοιρο το σπίτι μας; Τη λύση που πίστευα πως θα με πάει λεύτερο στην πόλη μου, δεν τη βλέπω να ΄ρχετε. Και οι δικές μου οι αντοχές λιγοστεύουν».
Η μητέρα άκουγε χωρίς ενθουσιασμό. Όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.. Γιατί οι γονείς μου στη ζωή τους όλα μαζί τ’ αποφάσιζαν. Έτσι ένα Κυριακάτικο πρωινό κινήσαμε για «το ταξίδι της καρδιάς μας».
Η διαδρομή δεν θύμιζε τίποτα σ’ εμένα. Αμυδρά, κάτι ασήμαντες εικόνες έκαναν κλικ για δευτερόλεπτα μονάχα στο μυαλό. Αντίθετα, οι γονείς μου δεν έπαυαν να κάνουν μικρούς συσχετισμούς με θύμησες παλιές απ’ τα δρομάκια, τη φύση, τους ανθρώπους. Πότε με ενθουσιασμό και πότε με νοσταλγία. Μα σαν διασχίσαμε τα στενά γραφικά δρομάκια των χωριών, λούφαξαν στη σιωπή. Η καρδιά μάτωσε μπρος στις ερειπωμένες εκκλησιές, με κομμένους τους σταυρούς... χωρίς καντήλι, χωρίς το ζέσταμα μιας προσευχής... Προσπερνούσαμε ταπεινά σπιτάκια με σφαλιστά ξεθωριασμένα παραθύρια. Ο χρόνος άφηνε έκδηλα τα σημάδια του... Οι καινούργιοι ένοικοι τα κατοικούσαν χωρίς καμιά επέμβαση ή συντήρηση λες και η γνώση πως δεν είναι δικά τους, τους άφηνε αδιάφορους. Κουβαλούσαν μέσα τους εκείνο το αίσθημα της προσωρινότητας που κάνει τους ανθρώπους να κάνουν σημειωτά βήματα που δεν βγάζουν πουθενά.....
Μέσα μου φώλιασε ο φόβος για το τι θα συναντούσαμε στο δικό μας σπίτι. Οι καινούργιοι ένοικοι θα μας άφηναν να μπούμε; Αν μας έκλειναν την πόρτα κατάμουτρα οι γονείς μου θα ζούσαν ένα δεύτερο ξεσπίτωμα! Κοιτούσα το εφτασφράγιστο ύφος της μαμάς που έκλεινε όλες τις πόρτες και δεν έβρισκα πέρασμα να φτάσω τη σκέψη της. Ν’ ακουμπήσω την καρδιά της...
Με τις οδηγίες του πατέρα, διέσχισα την πόλη και μπήκα στην παλιά μας γειτονιά. Κατεβήκαμε απ’ το αυτοκίνητο και η ψυχή μας ήταν πιότερο μουδιασμένη απ’ το κορμί... Στην ατμόσφαιρα επικρατούσε ένας μυστικισμός, μια ιερότητα που έφερνε δάκρυα στα μάτια. Οι εικόνες γύρο μας δεν είχαν αλλάξει πολύ.... Μονάχα ο χρόνος στέγνωσε τη λάμψη και τη χαρά του παρελθόντος. Το πέτρινο σπίτι μας στεκόταν εκεί μουντό κι ανέκφραστο. Τα σφαλιστά παραθύρια άφηναν που και που ένα αμυδρό πράσινο ανάμεσα στις κόχες, για να θυμίζουν κάτι απ’ την αλλοτινή τους ταυτότητα... Στη βεράντα η αναρριχητική τριανταφυλλιά φορτωμένη μπουμπούκια... Η μαμά ακίνητη, οσφραινόταν βαθιά να πιάσει τις γνώριμες μυρωδιές, τους ήχους να επαληθεύσει τις νοερές περιπλανήσεις της.... Ξαφνικά νιώσαμε και οι τρεις τόσο ευάλωτοι, πλημμυρισμένοι αισθήματα που δεν ξέραμε να κουμαντάρουμε. Κτητικότητα, απαγόρευση, θυμό, νοσταλγία, αγάπη... Αισθήματα που έχαναν το πραγματικό τους νόημα... Είμαστε οι φυσικοί κάτοχοι του σπιτιού και δεν μας ανήκε....Ήρθαμε σαν ταπεινοί επαίτες να εκλιπαρήσουμε μια λιγόλεπτη επαφή με ότι αγαπήσαμε, με ότι σημάδεψε τη ζωή μας.. Ο κόσμος του παράλογου μας κρατούσε απ’ το χέρι κι εμείς λογικά αδύναμοι να καταλάβουμε, χορεύαμε τους ρυθμούς του.... Λίγα μέτρα πιο πέρα γουργούριζε η θάλασσα ένα καλωσόρισμα γλυκό που μας έδωσε θάρρος να προχωρήσουμε. Ο πατέρας πήρε πρώτος ανάσα.
«Τι λέτε, πάμε;»
«Να πάμε που;» ρωτάει η μαμά με μια φωνή ξύλινη.
«Να κτυπήσουμε την πόρτα» είπε ανυπόμονα ο πατέρας.
«Μείνετε εδώ, θα κτυπήσω εγώ και θα σας φωνάξω» είπα.
Ανέβηκα με χτυποκάρδι τα σκαλοπάτια. Με το πρώτο κτύπημα στην πόρτα φάνηκε μια μεσήλικη μαντιλοδεμένη τουρκάλα
«Φόσκελτιν» είπε στη γλώσσα της και η ματιά της μαρτυρούσε το φόβο που κρυφόκαιε χρόνια στη ψυχή της. Ήρθαν οι ιδιοκτήτες να της πάρουν το σπίτι!
«Οι γονείς μου θέλουν να επισκεφτούν το σπίτι τους» είπα αμήχανα. Το ίδιο αμήχανα παραμέρισε και η τουρκάλα, δείχνοντας έτσι πως μπορούσαμε να περάσουμε.
Η μητέρα έσερνε με κόπο τα βήματά της λες και ξαφνικά έγινε μια ανήμπορη γριούλα. Στο καθιστικό πήρε ανάσα και προσπάθησε να καθησυχάσει τους κτύπους της καρδιάς της. Ο χώρος ήταν ίδιος. Όμως η αύρα του σπιτιού δεν είχε τίποτα δικό της. Μονάχα οι πολυθρόνες σκελεθρωμένες κι άψυχες, έστεκαν εκεί να μαρτυρούν κάποιες ξεχασμένες εποχές. Έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην κρεβατοκάμαρα και είδε το νυφικό κρεβάτι της. Το βερνίκι στέρεψε και οι σκαλιστές μαργαρίτες μαράθηκαν. Το σκέπασμα της μάνας απουσίαζε. Η ματιά της λαίμαργη, καρφώθηκε στο σκαλιστό έπιπλο που φιγουράριζε απάνω του ακόμη, η νυφική φωτογραφία των γονιών της. Την πήρε ευλαβικά, σαν εικόνισμα και την έφερε στα χείλη. Η τουρκάλα δεν έχασε ευκαιρία.
«Αν θέλεις να πάρεις, πλήρωσε εμένα £20».
Η μητέρα, με μια ενστικτώδη κίνηση ακούμπησε τη φωτογραφία στην καρδιά της. Κατέγραφε έτσι τη γαλήνη, την ηρεμία και όλη την θετική ενέργεια που της χάριζαν οι αγαπημένες μορφές των γονιών της. Οι κόμποι απ’ τις κλειδώσεις των χεριών της έγιναν μεγάλοι κόκκινοι ρόζοι απ’ την ένταση. Φίλησε ξανά τη φωτογραφία και την απόθεσε στην αρχική της θέση. Έριξε μια συμπονετική ματιά στη γυναικούλα που στεκόταν μπρος της και βγήκε έξω με γοργά βήματα. Κοντοστάθηκε μονάχα πλάι στην τριανταφυλλιά. Έκοψε ένα τριαντάφυλλο το μύρισε, το απόθεσε στο μέρος της καρδιάς και μπήκε στο αυτοκίνητο.
Τώρα ήξερε. Σπίτι δεν είναι οι πέτρες και τα ξύλα. Δεν είναι τα έπιπλα. Είναι οι άνθρωποι που το κατοικούν. Είναι οι χαρές και οι λύπες που το εμπλουτίζουν και γίνονται ένα με σένα. Αυτό που βρήκε δεν ήταν το σπίτι της. Το σπίτι της είναι αυτό που κουβαλούσε μέσα της. Ένα χάδι απ’ τα χέρια του πατέρα σαν ήταν παιδί. Το γλυκό νανούρισμα της μάνας, ο πρώτος της έρωτας, ο γάμος, το παιδί της! Κι όλα αυτά τα κρατούσε ζωντανά στην καρδιά της. Σπίτι της, θα γινόταν ξανά όταν επιστρέψει αφέντρα και στολίσει τα ράφια της με ότι πολύτιμο κουβαλούσε στη ψυχή της!
Βρήκαμε τη μαμά καθισμένη στο αυτοκίνητο ήρεμη να χαμογελά. «Γιατί δεν πήρες τη φωτογραφία;» Ρώτησε ο πατέρας. «Την πήρα, να εδώ τη φυλάω» κι έδειξε το μέρος της καρδιάς. Εγώ έκρυψα συνωμοτικά τη φωτογραφία των παππούδων μου βαθιά στη τσάντα μου. Ανάπνευσα με ανακούφιση. Η επίσκεψη αυτή δεν θα της στερούσε την ελευθερία να σκέφτεται, ν’ αγαπά και να ζει εν ειρήνη με ότι κουβαλούσε στην καρδιά της!
Απ’ εκείνη τη μέρα η μαμά χανόταν ολότελα στις νοερές περιπλανήσεις της. Το πνεύμα ελεύθερο πετούσε πάνω απ’ την αγαπημένη πόλη. Σαν την καλή νεράιδα μ’ ένα μαγικό ραβδί, αφάνιζε οδοφράγματα και στρατούς, έσβηνε τα σημάδια απ’ τους βομβαρδισμούς και τις οβίδες. Τα κτίρια έπαιρναν την παλιά τους λάμψη και στους δρόμους περπατούσαν ανέμελα Έλληνες και Τούρκοι. Δυο λαοί, δυο κουλτούρες συμβίωναν μονιασμένες... Ανάμεσά τους κι αυτή, ξυπόλητη στην ακρογιαλιά, χάραζε απάνω στην άμμο τα όνειρά της. Σ’ ένα απ’ αυτά τα νοερά ταξίδια, αγναντεύοντας τη θάλασσα, έφυγε η μαμά απ’ την ζωή, ευτυχισμένη στην αγαπημένη της πόλη, την Αμμόχωστο!