Συνέντευξη στο Vlepo με την Κατερίνα Σαμψώνα

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Νίκη Λαδάκη Φιλίππου η ποιήτρια της αγάπης





Δέκα χρόνια χωρίς την δική της παρουσία!

Σαν σήμερα,  Τετάρτη 23 Οκτωβρίου του 2003, η  αγαπημένη φίλη και ποιήτρια της αγάπης Νίκη Λαδάκη Φιλίππου έφυγε από τη ζωή αφήνοντας ένα ανεκπλήρωτο κενό στο λογοτεχνικό στερέωμα της πατρίδας μας, μα και στην καρδιά μας.
Γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε εμπορικές επιστήμες στο Λονδίνο και ελληνική και αγγλική φιλολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Έγραψε 18 βιβλία ποίησης, 4 βιβλία με δοκίμια, 1 νουβέλας, πολλά διηγήματα και μεταφράσεις. Ήταν μέλος λογοτεχνικών, επιστημονικών και πολιτιστικών οργανισμών της Κύπρου, της Ελλάδας και άλλων χωρών της Ευρώπης. Σε μια πορεία 30 ετών μίλησε σε πολλά λογοτεχνικά και επιστημονικά συνέδρια  και βραβεύτηκε με βραβεία ποίησης, δοκιμίου και μετάφρασης στην Κύπρο και το εξωτερικό.
Τον ποιητικό της λόγο και κυρίων τους αγώνες της για ελευθερία και δικαιοσύνη της Κύπρου, τίμησαν οι: Πολιτιστικός Όμιλος και Διεθνές Κέντρο Πολιτιστικών Ανταλλαγών Νομαρχίας Ρεθύμνου, Σύλλογος Κυπρίων Ρόδου και Νομαρχίας Δωδεκανήσου. Τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας για την αξιόλογη συνεισφορά της στην οικοδόμηση της σύγχρονης πολιτιστικής φυσιογνωμίας της Κύπρου, την Ελληνική Εταιρία Χριστιανικών Γραμμάτων. Τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Ιτάλια Γκρέτσια και το 2003 λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της, με το βραβείο Jean Monnet για την ποιητική σύνθεση «Προς Κερίνιν.
Η Νίκη Λαδάκη Φιλίππου έφυγε αναμφίβολα πολύ νωρίς και δεν ολοκλήρωσε την πορεία της στο χώρο της λογοτεχνίας. Όμως ο λογοτεχνικός χώρος της Κύπρου θα έχει πάντοτε ανοιχτές τις σελίδες της ποίησής της!

Προς Κερίνιν
Ξεκινήσαμε
πατέρα του Καραβά
μάνα της Κερύνειας
όταν τριγύρω μας
ανάβρυζε το ιώδιο των φυκιών
όταν μας νανούριζε
το τραγούδι του φλοίσβου.
Της ψυχής φυλακτό
το χρώμα της θάλασσας
και δύναμη
το απομεσήμερό της
χωριά των πατέρων μου
γη των προγόνων μου
εκεί σας απαντώ
στο νησί της Φαιάκιας Κερύνειας
Οδυσσέας εγώ
σε σχεδία περήφανη
από κυπάρισσο
και πεύκο σου
γη μου.

Ενορώ
σάλπιγγες
εξαπτέρυγα
βιασμένους αγγέλους
τα έργα του μίσους
ενάντια στη θεία έμπνευση
φρικιώ
και κόντρα
στην αναγκαστική φυγή
υπερίπταμαι
κόντρα στην εικόνα
των ερειπίων
οδύρομαι
«αγρονίζω» τον όλεθρο
κι αγωνίζομαι
ν’ αποτρέψω
τον ερχομό του θανάτου.

Δένω την ψυχή ου
με βασιλικό και δυόσμο
της Λάπαθος
όταν τριγύρω μου
αιωρούνται αμήχανα
τα βλέμματα των ανθρώπων
όταν στα πόδια μου
το κύμα σου
ξεβράζει πτώματα
όταν η οιμωγή κι ο θάνατος
σκιάζουν τους ουρανούς σου.


 Ω, πόλη
της γενέθλιας γης
μ' όλες τις ευχές
τα δώρα και τις περγαμηνές
που σούδωσαν οι μοίρες
μην εκδικείσαι
τις συμφορές
με την ωραιότητα
απαλών δαχτύλων σου
μη σχίζεις
τα φυλλοκάρδια της αυγής
με τα δελφίνια 
του απερίγραπτου σου κάλλους
μη ζυγιάζεσαι
με "του βάρου σου το μετάξι".
Στη μορφή
αποτυπώνεται
η πολιτεία του Πράξανδρου.

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Λένας Μαντά "Με λένε Ντάτα" από τις Εκδόσεις Ψυχογιός







Πάνε δύο βδομάδες που διάβασα το τελευταίο βιβλίο της Λένας Μαντά «Με λένε Ντάτα» κι ακόμα το κουβαλάω στη σκέψη του. Η Λένα έχει πια καθιερωθεί στο στερέωμα της συγγραφής και δεν χρειάζεται να λέμε κάθε φορά για το πόσο δεινή είναι στο να στήνει την ιστορία της, για το πόσο οι ήρωες της έχουν ζωντάνια και αμεσότητα και πόσο η γραφή της ρέει. Με αυτά της τα προσόντα   κρατά πιστούς αναγνώστες! 

Όσο διάβαζα το  «Με λένε Ντάτα», μια σκέψη τριβέλιζε το μυαλό μου «γιατί η Λένα αυτή τη φορά επέλεξε  ένα ήρωα τόσο ακραίο  και  τόσο ξένο με τη συνηθισμένη θεματολογία της;  Η σκέψη αυτή με απασχόλησε αρκετές μέρες μέχρι που άθελά μου άρχισα να κάνω μια αναδρομή στα δικά μου μυθιστορήματα.   Πώς διαλέγω κάθε φορά την υπόθεση κάποιου βιβλίου μου; Βρίσκω τυχαία μια ιστορία και την κτίζω απλά για να γράψω το επόμενο βιβλίο ή υπάρχει κάποια εσωτερική ανάγκη ή φόρτιση από γεγονότα, σκέψεις και συναισθήματα που θέλουν εκτόνωση;  Ένας χαραχτήρας μπορεί κάλλιστα να μας εκπροσωπήσει για να βγάλει στην επιφάνεια  αγάπη,  θυμό,  φόβο και όσα   για κάποιο  λόγο κρύβουμε μέσα μας την συγκεκριμένη στιγμή που γράφουμε. Στην δική μου περίπτωση έφτιαξα την Αφροδίτη για να ζήσει τον Ερυθηματώδη Λύκο «Κρατήσου από τα όνειρά σου». Εξάλλου  υπάρχει και  η άποψη πως όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς λίγο έως πολύ αυτοβιογραφούνται ή καλύτερα κλείνουν στο έργο τους βιωματικές εμπειρίες.



 Πιστεύω πως η Λένα Μαντά αυτή την εποχή χρειαζόταν ένα  δυναμικό κι αδίστακτο ήρωα για να βγάλει  τον θυμό, την ανασφάλεια  που κρύβει μέσα της μια ασθένεια που μας φοβίζει. Ήταν ένα φυσιολογικό ξέσπασμα. Έφτιαξε την Ντάτα να είναι αδίστακτη και να μπορεί να εξολοθρεύσει το κακό. Χωρίς ίχνος ντροπής, χωρίς μεταμέλεια ή λογική για τους φόνους της,  κατάφερε  να συντρίψει τον εχθρό, το μίασμα του κακού, μέχρι που όλα πια ήταν καθαρά και γαλήνια. Κι όταν επικράτησε ηρεμία η Ντάτα αποσύρθηκε για να εμφανιστεί και πάλι η Αλεξάνδρα.
 Βλέπετε όταν έγραφε η Λένα το Όσο αντέχει η ψυχή, η Αλεξάνδρα ήταν μια  γλυκιά και συμπονετική ήρεμη ύπαρξη. Τότε ήταν η εποχή της ηρεμίας. Όταν ξέσπασε το τσουνάμι, ο μεγάλος θυμός, χρειαζόταν μια Ντάτα για να βγάλει το φίδι από την τρύπα.

Το μυθιστόρημα  θα σας συναρπάσει. Η ιστορία της Αλεξάνδρας Σαλβάνου «Ντάτα» άρχισε δυναμικά από τη στιγμή που γεννήθηκε. Την 26η Οκτωβρίου  του 1912.  Από τους πρώτους μήνες  της γέννησης της έδειξε μέσα από το βρεφικό της βλέμμα ένα σκοτάδι που θα καθοδηγούσε την μετέπειτα ζωή της. Είχε ομορφιά και πλούτη, κοινωνική θέση που θα μπορούσαν να της προσφέρουν μια ήσυχη κι ευτυχισμένη ζωή. Ζούσε σ' ένα όμορφο αρχοντικό κοντά σε γονείς με κύρος και την καμουφλαρισμένη αξιοπρέπεια της κοσμικής ζωής. Όμως η Αλεξάνδρα  δεν γνώρισε τίποτα απ' όλα αυτά, ζούσε απλά κάτω από την ίδια στέγη.  Τίποτα απ’ όλα αυτά  δεν ανταποκρινόταν  στην σκοτεινή  πλευρά του χαρακτήρα της . Αψήφησε τα πάντα πίσω της και χωρίς οικογένεια, χωρίς παρελθόν ή αδυναμίες ξεκίνησε για μια άλλη ζωή. Την ζωή του μυστηρίου! Άλλαξε το όνομά της  για να χαθεί στα βάθη της νύχτας, στην πορνεία και την ακολασία.  Η ζωή γι αυτήν ήταν ένα παιγνίδι εξολόθρευσης.  Ένα πρόσωπο αγγέλου που έκρυβε ψυχή σατανά που ήταν ταγμένος να σκορπά τον όλεθρο. Το χέρι της σκορπούσε τον θάνατο και ήταν πεπεισμένη  πως  έκανε το σωστό για να φέρει την κάθαρση. Σε ποιον; Στον ίδιο της τον εαυτό ή στο κατεστημένο της προηγούμενης ζωής της; 

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Ένα δημοσίευμα της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ






Ο «Αργός Χορός» της Γιόλας
Του Πρέσβη ε.τ.  Δρα Ανδρεστίνου Ν. Παπαδόπουλου



  Όπως ο Σωτήρης και η Σοφία του μυθιστορήματος της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου άργησαν να χορέψουν τον πρώτο τους ερωτικό χορό μιας ανεκπλήρωτης αγάπης, έτσι και  γω άργησα να καταγράψω τον χορό των συναισθημάτων που μου προκάλεσε η ανάγνωσή του.
  Ο συγκερασμός του παρελθόντος με το παρόν, ο ηρωικός αγώνας της ΕΟΚΑ, η Τουρκική εισβολή  και η φονική έκρηξη στο Μαρί είναι τόσο επιδέξια συνυφασμένα που η εναλλαγή των εικόνων μηδενίζει τον χρόνο. Σώμα, νους, ψυχή και καρδιά ενώνονται για να γίνουν ένα υποβλητικό κράμα που προβάλλει τον χαρακτήρα της ηρωίδας Σοφίας με μια απρόσμενη ευαισθησία που τον κάνει πραγματικά ανθρώπινο. «Η πραγματική της φύση δεν ήταν ένας μονάχα άνθρωπος, αλλά πολλοί μαζί, διαφορετικοί, τυλιγμένοι σε αντιφάσεις, με ένα πρόσωπο μεσήλικα και ένα πρόσωπο εφήβου, μια σκέψη ριζωμένη στο παρελθόν και μια ριζωμένη στο μέλλον».
  Το μυθιστόρημα διακατέχεται από μια φιλοσοφική διάθεση που αποπνέει κοινωνική ευαισθησία και την κατά λόγον γνώση. «Όταν στερηθείς κάτι γνωρίζεις περισσότερο την αξία του. Όταν δείχνεις σε κάποιον ότι  εμπιστεύεσαι τις γνώσεις και τις αξίες του, του επιτρέπεις να ανοίξει τα φτερά του για να πετάξει». Και αλλού «ο εγωισμός έχει μια δική του περηφάνια, ένα δικό του ναρκισισμό, που το μόνο που πετυχαίνει είναι η πίκρα και ο πόνος». Τέτοια διδάγματα αποτελούν  την πεμπτουσία του πνευματικού και θεμελιώδους αγαθού του ανθρώπου που είναι η πληρέστερη συνείδηση του στοχασμού του μέσα στην χρονικότητα, ενώ το αξιολογικό περιεχόμενο του  έργου και η καλλιτεχνική έκφραση του λόγου μας συγκινούν.
  Γιόλα, σ’ ευχαριστούμε που με το μυθιστόρημα σου μας κάλεσες να χορέψουμε το ταγκό των αναμνήσεων (θα τις ζήσουν όσοι το διαβάσουν) που η τελευταία του φιγούρα μας πήρε στην Αμμόχωστο. Για την Σοφία είναι και αυτή γυναίκα που κουβαλάει ένα κρυφό πόνο στην  καρδιά και περιμένει ακούραστη μες στα χρόνια τον παλιό έρωτα να χτυπήσει ξανά την πόρτα της». Στο τέλος, η γιαγιά Σοφία ψιθύρισε στον εγγονό της:
 «Δεν θέλω να πεθάνω πριν κατοικήσω ξανά στην Αμμόχωστο!»
Κι εμείς διαπρύσια το ίδιο λέμε.